ΙΤΑΛΟ ΚΑΛΒΙΝΟ:
Μανιτάρια
στην πόλη Μετάφραση: Έφη Καλλιφατίδη
«Μέσα σε μια πόλη από τσιμέντο
και άσφαλτο ο Μαρκοβάλντο αναζητά τη φύση. Μα υπάρχει ακόμα η φύση; Η φύση που
βρίσκει είναι περιφρονητική, παραμορφωμένη. Έχει συμβιβαστεί με την τεχνητή
ζωή…» Απόσπασμα
από τον πρόλογο της έκδοσης του βιβλίου
Βασικό
θέμα: Ένας
βιοπαλαιστής, που προέρχεται από την επαρχία αλλά ζει στην πόλη, ανακαλύπτει
τρισευτυχισμένος μανιτάρια στην πρασιά ενός δρόμου. Η κατανάλωσή τους έχει δυσάρεστες συνέπειες για τον ίδιο και
όσους παρασύρει: Δηλητηριάζονται και καταλήγουν στο νοσοκομείο.
Θεματικά
κέντρα: Η
ζωή στις πόλεις, τα αστικά κέντρα, είναι γεμάτη προβλήματα και δυσκολίες. Οι άνθρωποι είναι
επιφυλακτικοί και ζουν απομονωμένοι ο ένας από τον άλλον.
Η φύση παίζει
σημαντικό ρόλο στη ζωή των ανθρώπων προσφέροντάς τους υγεία, χαρά και καλύτερη ποιότητα
ζωής.
Η μόλυνση του περιβάλλοντος εγκυμονεί πολλούς
κινδύνους.
Βιοποριστικοί
λόγοι οδηγούν τους ανθρώπους της υπαίθρου στα μεγάλα αστικά κέντρα (το φαινόμενο της αστυφιλίας).
Μορφή: Το μικρό αυτό
διήγημα έχει στοιχειώδη πλοκή. Το τέλος της ιστορίας – χιουμοριστικό και πικρό-
μας αιφνιδιάζει. Η γλώσσα είναι απλή. Στις αναφορές του συγγραφέα
στη φύση, ο λόγος γίνεται λυρικός και μας συγκινεί (π.χ.: «…η πορώδης σάρκα
τους ωρίμαζε, απομυζούσαν τους υπόγειους χυμούς, έσπαζαν το φλοιό της γης…»).
Υπάρχει πλούτος εκφραστικών μέσων, όπως
μεταφορές, προσωποποιήσεις και άλλα.
Αφηγηματική
τεχνική: Ετεροδιηγητικός, τριτοπρόσωπος, παντογνώστης αφηγητής (εισχωρεί στο μυαλό
των ηρώων).
Αφηγηματικοί
τρόποι:
Περιγραφή, αφήγηση, εσωτερικός μονόλογος, σχόλια του αφηγητή και διάλογος.
Αφηγηματική
πορεία: Μανιτάρια
φυτρώνουν στην πόλη. > Η σχέση του Μαρκοβάλντο με τη φύση. > Ο
Μαρκοβάλντο ανακαλύπτει τα μανιτάρια. >Ο ήρωας ανακοινώνει τα χαρμόσυνα νέα στην οικογένειά του. >Ένας οδοκαθαριστής παρακολουθεί το
Μαρκοβάλντο. > Η συγκομιδή των μανιταριών.
> Στο νοσοκομείο.
Τόπος: Μια πόλη (πιθανότατα αναφέρεται στο Τορίνο, μια μεγάλη βιομηχανική πόλη της Βόρειας Ιταλίας).
Χρόνος:
Η
αφήγηση εκτείνεται με βάση τέσσερα
χρονικά σημεία (α. Μια μέρα φύτρωσαν μανιτάρια. β. Μια άλλη μέρα τα
ανακάλυψε ο ήρωας (Παρασκευή). γ. Την επόμενη πηγαίνει και τα παρατηρεί
(Σάββατο). δ. Την μεθεπόμενη (Κυριακή) τα μαζεύουν όλοι, δηλητηριάζονται και
καταλήγουν στο νοσοκομείο).
Πρόσωπα:
Ο Μαρκοβάλντο: Είναι ένας
φτωχός εργάτης που ζει σε κάποια μεγαλούπολη της Ιταλίας νοσταλγώντας την εποχή
που ζούσε στην ύπαιθρο. Δεν του αρέσει καθόλου η ζωή στην πόλη. Κάθε επαφή του με τη φύση τον γεμίζει ευτυχία. Ο ενθουσιασμός του τον οδηγεί στο να
μοιραστεί την ανακάλυψη των μανιταριών με τα μέλη της οικογένειάς του. Όμως
κρατά επτασφράγιστο μυστικό το σημείο που βρίσκονται, γιατί βλέπει με ανταγωνιστικό πνεύμα κάθε άνθρωπο που
μπορεί να θελήσει να τα μαζέψει. Στο τελευταίο μέρος, όμως, του διηγήματος,
όταν συνειδητοποιεί ότι, κάπου παρά πέρα, κάποιοι άλλοι βρήκαν πολύ μεγαλύτερα
και περισσότερα μανιτάρια από αυτόν, οδηγείται στην υπερβολή («λύσσα…») και προτιμά
να απολαύσουν την απίστευτη λιχουδιά όλοι
και όχι κάποιοι μόνον.
Ο οδοκαθαριστής Αμάντιτζι: Ένας ακόμη
φτωχός εργαζόμενος –πιθανότατα οικονομικός μετανάστης- που κάνει με ζήλο τη δουλειά του και δεν υποπτεύεται την έχθρα του Μαρκοβάλντο.
Και ... για όσους επιθυμούν να διαβάσουν κι άλλα διηγήματα από το ίδιο βιβλίο του Ίταλο Καλβίνο ( «Μαρκοβάλντο:
Οι εποχές στην πόλη»)
"ΦΕΓΓΑΡΙ ΚΑΙ GNAC"
Η νύχτα κρατούσε είκοσι δευτερόλεπτα, κι είκοσι δευτερόλεπτα
το GNAC. Για είκοσι δευτερόλεπτα φαινόταν ο μπλε ουρανός διανθισμένος με μαύρα
σύννεφα, το επίχρυσο δρεπάνι του φεγγαριού, κυκλωμένο από έναν ανεπαίσθητο
φωτοστέφανο, κι έπειτα τ' άστρα που, όσο περισσότερο τα κοίταζες, τόσο πύκνωναν
σαν καρφίτσες, ως τη σκόνη του Γαλαξία. Όλα αυτά τα έβλεπε κανείς βιαστικά, κάθε
λεπτομέρεια όπου σταματούσε το μάτι ήταν το σημείο ενός συνόλου που έσβηνε
απότομα, γιατί τα είκοσι δευτερόλεπτα τέλειωναν αμέσως κι άρχιζε το GNAC.
To GNAC ήταν μέρος
της φωτεινής επιγραφής SPAAK-COGNAC στην απέναντι στέγη, που έμενε αναμμένη
είκοσι δευτερόλεπτα κι είκοσι δευτερόλεπτα σβησμένη, κι όταν άναβε τίποτα πια
δεν φαινόταν. Το φεγγάρι ξεθώριαζε ξαφνικά, ο ουρανός γινόταν ολόκληρος μαύρος
και λείος, τα άστρα έχαναν τη λάμψη τους, κι οι γάτοι και οι γάτες που επί δέκα
δευτερόλεπτα αντάλλασσαν ερωτικά νιαουρίσματα πλησιάζοντας νωχελικά ο ένας τον
άλλο δίπλα στα λούκια και στ' ακροκέραμα, τώρα, με το GNAC, κολλούσαν στα
κεραμίδια με σηκωμένο τρίχωμα στο εκτυφλωτικό φως του νέον.
Ακουμπισμένη στα
παράθυρα της σοφίτας όπου κατοικούσε, η οικογένεια Μαρκοβάλντο αισθανόταν να τη
διαπερνούν αντιφατικά ρεύματα σκέψεων. Ήταν νύχτα και η Ιζολίνα, που τώρα πια
ήταν μεγάλο κορίτσι, ένιωθε ζαλισμένη από το φεγγαρόφωτο, η καρδιά της έλιωνε,
κι ακόμα και το πιο ασθενικό στρίγκλισμα του ραδιοφώνου από τα κάτω πατώματα
της έφτανε σαν μελωδία μιας καντάδας˙ άναβε το GNAC και το ράδιο φαινόταν να
παίρνει έναν άλλο ρυθμό, ένα ρυθμό τζαζ, και η Ιζολίνα σκεφτόταν τις ντισκοτέκ
τις γεμάτες φώτα, κι αυτή η καημενούλα εκεί πάνω μόνη. Ο Πετρούτσιο κι ο
Μικελίνο γούρλωναν τα μάτια μέσα στη νύχτα κι άφηναν να τους κατακλύζει ένας
ζεστός και τρυφερός φόβος πως ήταν περικυκλωμένοι από δάση γεμάτα ληστές˙
έπειτα το GNAC! και πυροβολούσαν με τεντωμένα δάχτυλα ο ένας τον άλλον: - Ψηλά
τα χέρια! Είμαι ο Νέμπο Κιντ! Η Δομιτίλα, η μητέρα, σε κάθε σβήσιμο σκεφτόταν:
«Πρέπει να πάρω μέσα τα παιδιά. Κάνει ψύχρα, μπορεί να πάθουν τίποτα. Και η
Ιζολίνα στο παράθυρο τέτοια ώρα, δεν είναι σωστό!» Όμως έπειτα τα πλημμύριζε
όλα πάλι το ηλεκτρικό, και μέσα όπως κι έξω, και η Δομιτίλα ένιωθε σαν να
βρισκόταν σε επίσκεψη σ' ένα πολύ καθωσπρέπει σπίτι.
Ο Φιορνταλίτζι,
απεναντίας, που ήταν παιδί μελαγχολικό, κάθε φορά που έσβηνε το GNAC έβλεπε να
εμφανίζεται μέσα από τον δακτύλιο του G το αδύνατα φωτισμένο παραθυράκι μιας
μικρής σοφίτας, και πίσω από το τζάμι το πρόσωπο μιας κοπέλας με το χρώμα του
φεγγαριού, με το χρώμα του ηλεκτρικού μέσα στη νύχτα, ένα στόμα σχεδόν παιδικό
ακόμα, που μόλις αυτός της χαμογελούσε σάλευε ανεπαίσθητα και φαινόταν ν'
ανοίγει σ' ένα χαμόγελο, όταν ξαφνικά από το σκοτάδι πεταγόταν εκείνο το
αμείλικτο G και το πρόσωπο έχανε τις γραμμές του, μεταμορφωνόταν σε μιαν αχνή
ανοιχτόχρωμη σκιά, κι ο Φιορνταλίτζι δεν ήξερε αν το στόμα του κοριτσιού είχε
απαντήσει στο χαμόγελό του.
Μέσα σ' αυτή τη θύελλα των παθών ο Μαρκοβάλντο προσπαθούσε
να διδάξει στα παιδιά τη θέση των ουράνιων σωμάτων.
- Εκείνη είναι η Μεγάλη Άρκτος, ένα δύο τρία τέσσερα κι η
ουρά, κι εκείνη η Μικρή Άρκτος, και ο Πολικός Αστέρας που δείχνει τον Βορρά.
- Και τ' άλλο εκείνο, τι δείχνει;
- Εκείνο είναι το C. Δεν έχει σχέση με τ' άστρα. Είναι το
τελευταίο γράμμα της λέξης COGNAC. Τα άστρα δείχνουν τα τέσσερα σημεία του
ορίζοντα. Βορράς, Νότος, Ανατολή, Δύση. Το φεγγάρι έχει την καμπούρα προς τη
δύση. Καμπούρα προς τη δύση, φεγγάρι πάει ν' αρχίσει. Καμπούρα στην ανατολή,
φεγγάρι πάει προς την αρχή.
- Μπαμπά, τότε το cognac πάει προς την αρχή. To C έχει την
καμπούρα στην ανατολή!
- Σας είπα, δεν έχει σχέση με το φεγγάρι. Είναι διαφήμιση.
Την έβαλε εκεί η εταιρεία SPAAK.
- Και το φεγγάρι ποια εταιρεία το έβαλε;
- Το φεγγάρι δεν το έβαλε καμιά εταιρεία. Είναι δορυφόρος,
κι είναι εκεί πάντα.
- Αν είναι εκεί πάντα, γιατί αλλάζει καμπούρα;
- Είναι οι φάσεις της σελήνης. Φαίνεται μόνο ένα κομμάτι.
- Κι απ' το COGNAC φαίνεται μόνο ένα κομμάτι.
- Αυτό συμβαίνει γιατί το κτίριο που μπαίνει ανάμεσα είναι
πιο ψηλό.
- Πιο ψηλό απ' το φεγγάρι;
Έτσι κάθε φορά που
άναβε το GNAC, τα άστρα του Μαρκοβάλντο συγχωνεύονταν με τα επίγεια
εμπορεύματα, και η Ιζολίνα διοχέτευε τους αναστεναγμούς της στο λαχάνιασμα ενός
ψιθυριστού μάμπο, και το κορίτσι της σοφίτας εξαφανιζόταν σ' εκείνον τον
εκτυφλωτικό και ψυχρό κύκλο, αναβάλλοντας την απάντησή της στο φιλί που ο
Φιορνταλίτζι είχε επιτέλους τολμήσει να της στείλει με την άκρη των δακτύλων
του και ο Φιλιπέτο και ο Μικελίνο με τις γροθιές τους μπροστά στα μάτια έπαιζαν
τις αεροπορικές επιδρομές. - Τα-τα-τα-τα… - σημαδεύοντας με το πολυβόλο τους τη
φωτεινή επιγραφή που έπειτα από είκοσι δευτερόλεπτα έσβηνε.
- Τα-τα-τα… είδες μπαμπά, που την έσβησα με την πρώτη; είπε
ο Φιλιπέτο, όμως το πολεμικό του πάθος έξω από το φως του νέον ατονούσε, και τα
μάτια του γέμιζαν ύπνο.
- Μακάρι να γινόταν κομμάτια ! - του ξέφυγε του Μαρκοβάλντο
- θα σας έδειχνα τον Λέοντα, τους Διδύμους…
- Τον Λέοντα! ο Μικελίνο ενθουσιάστηκε. - Ένα λεπτό! - του
είχε έρθει μια ιδέα. Πήρε τη σφεντόνα, έβαλε μερικά χαλίκια από τα αποθέματα
που είχε πάντα στην τσέπη, κι έριξε μια ριπή μ' όλη του τη δύναμη πάνω στo GNAC.
Ακούστηκαν οι
πέτρες να πέφτουν σαν χαλάζι στ' απέναντι κεραμίδια, στις λαμαρίνες του γείσου,
τα τζάμια ενός παράθυρου να σπάνε, ένα ντινγκ από το κάλυπτρο μιας λάμπας, μια
φωνή απ' τον δρόμο: - Βρέχει πέτρες! Έι, εκεί πάνω! Παλιάνθρωπε! - Όμως η
φωτεινή επιγραφή ακριβώς τη στιγμή της βολής έσβησε γιατί τέλειωσαν τα είκοσι
δευτερόλεπτα. Όλοι άρχισαν να μετρούν σιωπηλά: ένα, δύο, τρία, δέκα, έντεκα, ως
το είκοσι. Μέτρησαν δεκαεννιά, παίρνοντας ανάσα, μέτρησαν είκοσι, μέτρησαν
είκοσι ένα, είκοσι δύο, μήπως είχαν μετρήσει γρήγορα, όμως τίποτα, το GNAC δεν
ξανάναβε, στεκόταν σαν ένα μαύρο δυσδιάκριτο σχέδιο μπλεγμένο με το στήριγμά
του, όπως η κληματαριά με την πέργκολα. - Άααα! …φωνάξανε όλοι, και ο θόλος τ'
ουρανού υψώθηκε πάνω απ' τα κεφάλια τους με μυριάδες άστρα.
Ο Μαρκοβάλντο με
το χέρι σηκωμένο για τη σφαλιάρα που ήθελε να ρίξει στον Μικελίνο, ένιωσε σα να
είχε εκτοξευτεί στο διάστημα. Το σκοτάδι που βασίλευε τώρα πάνω στις στέγες
λειτουργούσε σαν ένα μαύρο φράγμα που έκλεινε τον κόσμο τον εκεί κάτω, όπου
συνέχιζαν να στροβιλίζουν κίτρινα και πράσινα και κόκκινα ιερογλυφικά, μάτια
φαναριών που ανοιγοκλείναν, η λαμπερή κίνηση των άδειων τρόλεϊ και τ' αόρατα
αυτοκίνητα που έσπρωχναν μπροστά τους φωτεινούς τους κώνους. Από τον κόσμο αυτό
δεν ανέβαινε εκεί πάνω παρά μόνο ένας ξεθυμασμένος φωσφορισμός σαν λεπτή
ομίχλη. Και σηκώνοντας κανείς τα μάτια, που δεν τα τύφλωνε πια το φως, έβλεπε
ν' ανοίγεται η προοπτική των αχανών εκτάσεων, οι αστερισμοί απλώνονταν σε
βάθος, το στερέωμα γύριζε αργά, σφαίρα που δεν την περιέχει κανένα όριο και που
περιέχει τα πάντα, και μόνο σ' ένα σημείο τα άστρα αραίωναν κυκλικά γύρω απ' την
Αφροδίτη, για να την αφήσουν να προβάλει μόνη της πάνω από την κορνίζα της γης,
με τη σταθερή της ακτίνα που άπλωνε και πύκνωνε ταυτόχρονα σ' ένα σημείο.
Μέσα σ' αυτόν τον
ουρανό η νέα σελήνη, αντί να υποβάλλει το σχήμα ενός μισοφέγγαρου, αποκάλυπτε
τη μορφή μιας σκοτεινής σφαίρας φωτισμένης κυκλικά από τις λοξές αχτίνες ενός
ήλιου βασιλεμένου, που διατηρούσε ωστόσο - όπως συμβαίνει μόνο κάποιες νύχτες
στην αρχή της άνοιξης - το ζεστό του χρώμα. Κι ο Μαρκοβάλντο κοιτώντας εκείνη
τη στενή όχθη του φεγγαριού ανάμεσα στη σκιά και το φως, δοκίμαζε μια νοσταλγία
σα να έφτανε σε μιαν ακρογιαλιά που, σαν από θαύμα, παρέμενε ηλιόλουστη μέσα
στη νύχτα.
Έτσι στέκονταν
ακουμπισμένοι στα παράθυρα, τα παιδιά τρομαγμένα από τις υπέρμετρες συνέπειες
της πράξης τους, η Ιζολίνα βυθισμένη στην έκστασή της, ο Φιορνταλίτζι που,
μόνος αυτός, διέκρινε το αδύνατο φως στο απέναντι δωματιάκι και επιτέλους το
σεληνιακό χαμόγελο της κοπέλας. Η μητέρα ξαναβρήκε τον εαυτό της: - Εμπρός,
είναι αργά, ελάτε μέσα. Θ' αρπάξετε καμιά αρρώστια με τέτοιο φεγγάρι.
Ο Μικελίνο σημάδεψε
με τη σφεντόνα στον ουρανό. - Κι εγώ θα σβήσω το φεγγάρι! Η Δομιτίλα τον
τράβηξε στο κρεβάτι.
Έτσι την υπόλοιπη
νύχτα κι ολόκληρη την επόμενη η φωτεινή επιγραφή απέναντι έλεγε μόνο SPAAK-CO
και μπορούσες να δεις τον έναστρο ουρανό από τη σοφίτα του Μαρκοβάλντο. Ο
Φιορνταλίτζι και η σεληνιακή κοπέλα έστελναν με τα δάκτυλα φιλιά ο ένας στον
άλλο, κι ίσως με τα νοήματα να τα κατάφερναν να κλείσουν ένα ραντεβού.
Όμως το πρωί της
δεύτερης μέρας, πάνω στη στέγη, ανάμεσα στα στηρίγματα της φωτεινής επιγραφής,
διακρίνονταν καθαρά οι φιγούρες δύο ανθρώπων με φόρμα. Ήταν οι ηλεκτρολόγοι που
διόρθωναν τα καλώδια και τις λυχνίες. Με το ύφος των γερόντων που αποφαίνονται
για τον καιρό, ο Μαρκοβάλντο έβγαλε έξω τη μύτη του και είπε: - Απόψε θα έχουμε
πάλι μια νύχτα GNAC.
Κάποιος χτυπούσε
την πόρτα. Άνοιξαν. Ήταν ένας κύριος με γυαλιά.
- Με συγχωρείτε, θα μπορούσα να ρίξω μια ματιά από το
παράθυρό σας; Ευχαριστώ˙ και συστήθηκε: - Γκοντιφρέντο, υπάλληλος διαφημιστικής
εταιρείας.
«Τώρα την
πατήσαμε! Θα μας ζητήσουν να πληρώσουμε τη ζημιά!» σκέφτηκε ο Μαρκοβάλντο κι
αγριοκοίταξε τα παιδιά ξεχνώντας τις αστρονομικές του ανατάσεις. «Τώρα θα
κοιτάξει απ' το παράθυρο και θα καταλάβει πως οι πέτρες μόνο από δω θα
μπορούσαν να είχαν έρθει». Προσπάθησε να βρει δικαιολογίες:
- Βλέπετε είναι παιδιά, ρίχνουν χαλίκια στα σπουργίτια, δεν
ξέρω πώς έγινε και χάλασε η επιγραφή της Spaak. Όμως τα τιμώρησα, τα τιμώρησα
όπως έπρεπε. Να είστε βέβαιος, δεν πρόκειται να ξαναγίνει.
Ο κύριος
Γκοντιφρέντο άκουγε με προσοχή: - Ξέρετε, εγώ, δεν έχω καμιά σχέση με τη
«Spaak». Εργάζομαι για την «Tomawak». Ήρθα για να δω αν υπάρχει δυνατότητα να
τοποθετήσουμε μιαν επιγραφή σ' αυτή τη στέγη. Όμως πέστε μου, πέστε μου, μ'
ενδιαφέρει.
Έτσι ο
Μαρκοβάλντο, μισή ώρα αργότερα, έκλεινε μια συμφωνία με την «CognacTomawak», τη
σπουδαιότερη αντίπαλο της «Spaak».Ta παιδιά έπρεπε να σημαδεύουν με τη σφεντόνα
το GNAC, κάθε φορά που η επιγραφή θα επισκευαζόταν.
- Θα 'ναι η σταγόνα που θα κάνει το ποτήρι να ξεχειλίσει,
είπε ο κύριος Γκοντιφρέντο. Ήξερε τι έλεγε. Η «Spaak», που τα τεράστια έξοδα
διαφημίσεως την έκαναν να βρίσκεται στο χείλος της καταστροφής, είδε τις
αλλεπάλληλες βλάβες της πιο ωραίας της ρεκλάμας σαν ένα κακό οιωνό. Η επιγραφή,
που άλλοτε έλεγε COGAC κι άλλοτε CONAC ή CONC, διέσπειρε στους πιστωτές της την
ιδέα ότι βρισκόταν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Ώσπου μια μέρα το διαφημιστικό
γραφείο αρνήθηκε να κάνει άλλες επισκευές αν δεν εισέπραττε τις καθυστερημένες
οφειλές. Η σβησμένη επιγραφή λειτουργούσε για τους πιστωτές σαν ένας κώδων
κινδύνου. Η «Spaak» φαλίρισε.
Στον ουρανό του
Μαρκοβάλντο τ' ολόγιομο φεγγάρι ανέβαινε μ' όλη του τη λάμψη.
Η καμπύλη του ήταν
στραμμένη προς την ανατολή, όταν οι ηλεκτρολόγοι γύρισαν για να σκαρφαλώσουν
στην απέναντι στέγη. Κι εκείνη τη νύχτα με γράμματα από φωτιά, γράμματα δυο
φορές πιο μεγάλα από τα προηγούμενα, άστραφτε η επιγραφή COGNACTOMAWAK, και δεν
υπήρχε πια φεγγάρι, ούτε στερέωμα, ούτε ουρανός, ούτε νύχτα, μονάχα
COGNACTOMAWAK, COGNACTOMAWAK, COGNACTOMAWAK, που αναβόσβηνε κάθε δύο
δευτερόλεπτα.
Αυτός που υπέφερε
περισσότερο απ' όλους ήταν ο Φιορνταλίτζι. Η σοφίτα της σεληνιακής κοπέλας είχε
εξαφανιστεί πίσω από ένα τεράστιο, αδιαπέραστο W. μετάφραση
Νάσος Βαγενάς
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
"Παραθέριση στο παγκάκι"
ΚΑΘΕ ΠΡΩΙ ΠΟΥ
ΠΗΓΑΙΝΕ ΣΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ, Ο ΜΑΡΚΟΒΑΛΝΤΟ περνούσε κάτω από τις φυλλωσιές μιας
δεντρόφυτης πλατείας, ενός τετράγωνου δημόσιου κήπου που περιβαλλόταν από
τέσσερις δρόμους. Ύψωνε το βλέμμα του στις καστανιές, εκεί όπου τα φυλλώματά
τους ήταν πιο πυκνά κι άφηναν μόνο λίγες κίτρινες αχτίνες να διαπερνούν τη
διάφανη σαν νερό σκιά, και άκουγε τη φλυαρία των παράφωνων και αόρατων
σπουργιτιών στα κλαδιά. Του φαίνονταν αηδόνια· και έλεγε μέσα του: "Αχ, ας
μπορούσα μια φορά να ξυπνήσω με το τραγούδι των πουλιών κι όχι με το
στρίγκλισμα του ξυπνητηριού, τα κλάματα του νεογέννητου Παολίνο και τις
γκρίνιες της γυναίκας μου, της Ντομιτίλα!" ή πάλι: "Αχ, ας μπορούσα
να κοιμηθώ εδώ, μες στο δροσερό πράσινο, και όχι στο χαμηλοτάβανο και ζεστό μου
δωμάτιο· εδώ, μες στη σιγαλιά, και όχι μες στα παραμιλητά και τα ροχαλίσματα
των δικών μου ή τους θορύβους του τραμ πέρα στο δρόμο· εδώ, στο φυσικό σκοτάδι
της νύχτας, και όχι στο τεχνητό των κλειστών παραθυρόφυλλων που χαράζεται από
τα φανάρια των αυτοκινήτων· αχ και να μπορούσα να 'βλεπα φύλλα και ουρανό,
καθώς θ' άνοιγα τα μάτια μου!" Μ' αυτές τις σκέψεις ο Μαρκοβάλντο άρχιζε
κάθε μέρα τις οχτώ του ώρες - χωρίς τις υπερωρίες - ως ανειδίκευτος εργάτης.
Σε μια γωνιά της
πλατείας, κάτω από ένα θόλο που σχημάτιζαν οι καστανιές, υπήρχε ένα απόμερο και
μισοκρυμμένο παγκάκι. Κι ο Μαρκοβάλντο το είχε διαλέξει για δικό του. Τις
καλοκαιριάτικες νύχτες που δεν κατόρθωνε να κοιμηθεί με άλλους τέσσερις στο
ίδιο δωμάτιο, ονειρευόταν το παγκάκι, όπως ένας άστεγος ονειρεύεται ένα
βασιλικό κρεβάτι. Μια νύχτα, ενώ η γυναίκα του ροχάλιζε και τα παιδιά
κλοτσούσαν στον ύπνο τους, σηκώθηκε σιγά σιγά από το κρεβάτι, ντύθηκε, πήρε το
μαξιλάρι του παραμάσχαλα, βγήκε και πήγε στην πλατεία.
Εκεί θα είχε
δροσιά και ησυχία. Ήδη απολάμβανε εκ των προτέρων την επαφή με τα δοκάρια του
μαλακού και φιλόξενου -ήταν σίγουρος- ξύλου, πολύ προτιμότερου από το
σβολιασμένο στρώμα του κρεβατιού του· θα κοίταζε για λίγο τ' αστέρια κι έπειτα
θα έκλεινε τα μάτια σ' έναν ύπνο που θα γιάτρευε όλες τις πληγές της ημέρας.
Τη δροσιά και την
ησυχία τις βρήκε, αλλά το παγκάκι δεν ήταν ελεύθερο. Κάθονταν δύο ερωτευμένοι
που κοιτάζονταν στα μάτια. Ο Μαρκοβάλντο αποτραβήχτηκε διακριτικά. "Είναι
αργά", σκέφτηκε, "δε θα μείνουν όλη νύχτα έξω! Κάποτε θα σταματήσουν
να γουργουρίζουν!".
Αυτοί οι δύο, όμως,
δε γουργούριζαν, τσακώνονταν. Και ποτέ κανείς δεν μπορεί να πει τι ώρα θα
τελειώσει ο καβγάς δύο ερωτευμένων.
Εκείνος έλεγε:
- Μα γιατί δεν παραδέχεσαι ότι μ' αυτό που είπες ήξερες ότι θα
με στεναχωρούσες και παριστάνεις ότι νόμιζες πως θα μ' ευχαριστούσες;
Ο Μαρκοβάλντο
κατάλαβε ότι το πράγμα θα τραβούσε μακριά.
- Όχι, δεν το παραδέχομαι, απάντησε εκείνη, όπως περίμενε ο
Μαρκοβάλντο.
- Γιατί δεν το παραδέχεσαι;
- Δεν πρόκειται ποτέ να το παραδεχτώ.
"Οϊμέ",
σκέφτηκε ο Μαρκοβάλντο. Σφίγγοντας το μαξιλάρι στη μασχάλη του, πήγε να κάνει
μια βόλτα. Χάζεψε το φεγγάρι που ήταν γεμάτο κι έλαμπε πάνω απ' τα δέντρα και
τις σκεπές. Επέστρεψε στο παγκάκι κι έκανε το γύρο από μακριά με το φόβο μην
τους ενοχλήσει, αλλά κατά βάθος ελπίζοντας να τον αντιληφθούν και να πεισθούν
να φύγουν. Αλλά ήταν τόσο απορροφημένοι στη συζήτησή τους, που δεν τον πρόσεξαν
καν.
- Λοιπόν, το παραδέχεσαι;
- Αν δεχτούμε ότι το παραδέχομαι, δε θα παραδεχόμουν ποτέ αυτό
που θες εσύ να παραδεχτώ!
Ο Μαρκοβάλντο
ξαναπήγε να χαζέψει το φεγγάρι κι έπειτα ένα σηματοδότη που βρισκόταν λίγο
παρακάτω. Ο σηματοδότης έδειχνε κίτρινο, κίτρινο, κίτρινο, αναβοσβήνοντας
συνέχεια. Ο Μαρκοβάλντο συνέκρινε το φεγγάρι με το σηματοδότη. Το φεγγάρι με τη
χλομή μυστηριώδη του λάμψη, επίσης κίτρινη, αλλά κατά βάθος πράσινη ή ακόμα
γαλάζια, και ο σηματοδότης με το φανταχτερό του κίτρινο. Και το φεγγάρι, όλο
ηρεμία, έστελνε το φως του χωρίς να βιάζεται και κάθε τόσο χαραζόταν από λεπτά
σύννεφα που με μεγαλοπρέπεια έριχνε στους ώμους του· κι ο σηματοδότης στο
μεταξύ διαρκώς αναβόσβηνε, αναβόσβηνε λαχανιασμένος, με πλαστή ζωηράδα,
κατάκοπος και σκλάβος.
Γύρισε να δει αν η
κοπέλα είχε παραδεχτεί: φυσικά και δεν είχε, μάλιστα τώρα δεν ήταν εκείνη που
δεν παραδεχόταν αλλά εκείνος. Η κατάσταση είχε αλλάξει ολότελα, εκείνη του
έλεγε: "Λοιπόν, παραδέχεσαι;" κι εκείνος έλεγε όχι. Έτσι πέρασε μισή
ώρα. Στο τέλος κάποιος από τους δύο παραδέχτηκε και ο Μαρκοβάλντο τους είδε να
σηκώνονται και να φεύγουν πιασμένοι χέρι χέρι.
Έτρεξε στο παγκάκι
και ξάπλωσε, αλλά στο μεταξύ, όση ώρα περίμενε, είχε πια χάσει λίγη από τη διάθεση
να νιώσει τη γλύκα που προσδοκούσε να βρει και το κρεβάτι του σπιτιού του δεν
το θυμόταν πια τόσο σκληρό. Αυτά, όμως, ήταν ψιλοπράγματα, η απόφασή του ν'
απολαύσει τη νύχτα στο ύπαιθρο ήταν ακλόνητη: βύθισε το πρόσωπό του στο
μαξιλάρι και ετοιμάστηκε για ύπνο, για έναν ύπνο που είχε χρόνια στερηθεί.
Τώρα είχε πια βρει
την κατάλληλη στάση. Δε θα μετακινιόταν χιλιοστό για τίποτα στον κόσμο. Κρίμα
μόνο που σ' αυτή τη στάση το βλέμμα του δεν αγκάλιαζε μόνο δέντρα και ουρανό,
ώστε ο ύπνος να του κλείσει τα μάτια μπροστά σ' ένα όραμα απόλυτης φυσικής
γαλήνης, αλλά μπροστά του εναλλάσσονταν φευγαλέα ένα δέντρο, το σπαθί ενός
στρατηγού που στεκόταν ψηλά στο μνημείο του, ένα ακόμα δέντρο, ένα ταμπλό για
διαφημιστικές αφίσες, ένα τρίτο δέντρο και, λίγο παραπέρα, το κίβδηλο φεγγάρι
του σηματοδότη που αναβόσβηνε και συνέχιζε να εκπέμπει κίτρινο, κίτρινο,
κίτρινο.
Θα πρέπει να πούμε ότι τον τελευταίο καιρό το νευρικό σύστημα
του Μαρκοβάλντο ήταν σε τέτοια χάλια, που, μολονότι πέθαινε από κούραση,
αρκούσε κάτι ασήμαντο, αρκούσε να βάλει στο νου ότι κάτι τον ενοχλούσε, για να
μην του κολλήσει ύπνος. Και τώρα τον ενοχλούσε εκείνος ο σηματοδότης που
αναβόσβηνε. Ήταν πέρα, μακριά, ένα κίτρινο μοναχικό μάτι που του έκανε νόημα:
δεν ήταν ανάγκη να του δώσει σημασία. Ο Μαρκοβάλντο, όμως, είχε φτάσει στα όρια
της εξάντλησης: κοίταζε το φως που αναβόσβηνε κι επαναλάμβανε: "Τι καλά
που θα κοιμόμουν, αν δεν υπήρχε αυτή η ιστορία! Τι καλά που θα κοιμόμουν!"
Έκλεινε τα μάτια του και νόμιζε ότι έβλεπε το αναβοσβήσιμο εκείνης της κίτρινης
σαχλαμάρας· έσφιγγε τα μάτια κι έβλεπε δεκάδες σηματοδότες· τα ξανάνοιγε και
άρχιζε πάλι από την αρχή.
Σηκώθηκε. Έπρεπε να βάλει ένα εμπόδιο ανάμεσα σ' αυτόν και το
σηματοδότη. Πήγε στο μνημείο του στρατηγού και κοίταζε τριγύρω. Στα πόδια του
μνημείου υπήρχε ένα δάφνινο στεφάνι, άλλοτε ωραίο και πυκνό, μα τώρα ξερό και
ξεφυλλισμένο, στηριγμένο πάνω σε ξύλα, με μια πλατιά ξεθωριασμένη ταινία:
"Οι Λογχοφόροι του Δέκατου Πέμπτου για την Επέτειο της Δόξας".
Ο Μαρκοβάλντο σκαρφάλωσε στο βάθρο, σήκωσε το στεφάνι και το πέρασε στο σπαθί
του στρατηγού.
Ο νυχτοφύλακας
Τορνακουίντσι, που έκανε περιπολία, διέσχιζε την πλατεία με το ποδήλατό του· ο
Μαρκοβάλντο κρύφτηκε πίσω από το άγαλμα. Ο Τουρνακουίντσι είχε δει τη σκιά του
αγάλματος να μετακινείται πάνω στο κράσπεδο: στάθηκε γεμάτος υποψίες. Κοίταξε
το στεφάνι πάνω στο σπαθί, κατάλαβε ότι κάτι δεν ήταν στη θέση του, αλλά δεν
ήξερε τι ακριβώς. Έριξε ψηλά το φως ενός φακού, διάβασε: "Οι Λογχοφόροι
του Δέκατου Πέμπτου για την Επέτειο της Δόξας", κούνησε επιδοκιμαστικά
το κεφάλι του και απομακρύνθηκε.
Για να του δώσει
χρόνο να φύγει, ο Μαρκοβάλντο έκανε το γύρο της πλατείας. Σ' έναν κοντινό δρόμο
μια ομάδα εργάτες έβαζαν ένα κλειδί στις ράγες του τραμ. Τη νύχτα, στους
έρημους δρόμους, αυτές οι ομάδες των ανθρώπων, συγκεντρωμένες στη λάμψη που
βγάζουν τα κολλητήρια του μετάλλου και οι φωνές που αντηχούν κι ύστερα σβήνουν,
έχουν κάτι απόκρυφο σαν να 'ναι άνθρωποι που ετοιμάζουν πράγματα τα οποία δε θα
πρέπει να μάθει ποτέ ο κόσμος της ημέρας. Ο Μαρκοβάλντο πλησίασε, στάθηκε και
κοίταζε τη φλόγα και τις κινήσεις των εργατών με αμήχανη προσοχή και μάτια που
όλο κι έκλειναν από τη νύστα.
Έψαξε τις τσέπες του για τσιγάρο, μπας
και ξυπνήσει, αλλά δεν είχε σπίρτα.
- Ποιος θα μου δώσει φωτιά; ρώτησε τους εργάτες.
- Μ' αυτό; ρώτησε ο άνθρωπος της οξυγονοκόλλησης, εξαπολύοντας
ένα σύννεφο σπίθες.
Ένας άλλος εργάτης
σηκώθηκε και του πρόσφερε τη φωτιά του τσιγάρου του.
- Είστε κι εσείς νύχτα;
- Όχι, είμαι μέρα, είπε ο Μαρκοβάλντο.
- Και τι κάνετε έξω τέτοια ώρα; Εμείς σε λίγο σχολάμε.
Ξαναγύρισε στο
παγκάκι. Ξάπλωσε. Τώρα ο σηματοδότης είχε πια χαθεί από τα μάτια του. Μπορούσε,
επιτέλους, να κοιμηθεί.
Νωρίτερα δεν είχε
προσέξει το θόρυβο. Τώρα αυτός ο βόμβος, σαν πηχτή σφυριχτή ανάσα, μαζί μ' έναν
ακατάπαυστο ξερόβηχα κι ένα τσιτσίρισμα, του γέμιζε αδιάκοπα τ' αυτιά. Δεν
υπάρχει πιο ενοχλητικός ήχος από την οξυγονοκόλληση, σαν ένα υπόκωφο ουρλιαχτό.
Ο Μαρκοβάλντο, χωρίς να κινείται, ζαρωμένος στο παγκάκι με το πρόσωπο χωμένο
στο τσαλακωμένο μαξιλάρι, δεν έβρισκε ησυχία και ο θόρυβος του έφερνε συνέχεια
στο νου την εικόνα της γκρίζας φλόγας που έφτυνε χρυσές σπίθες ολόγυρα, τους
άντρες που έσκυβαν με το καπνισμένο γυαλί μπροστά στα μάτια, το μπεκ της
οξυγονοκόλλησης στο χέρι που δονείτο από έντονα ρίγη, το στεφάνι της σκιάς γύρω
από το καρότσι με τα εργαλεία, το ψηλό οχυρό της σκάλας που ανέβαινε ως τα
καλώδια. Άνοιξε τα μάτια, στριφογύρισε στο παγκάκι, κοίταξε τ' αστέρια που
φαίνονταν ανάμεσα απ' τα κλαδιά. Τα σπουργίτια συνέχιζαν αναίσθητα να κοιμούνται
μες στις φυλλωσιές.
Να κοιμόταν σαν
πουλάκι, να είχε φτερούγες για να χώσει από κάτω το κεφάλι του, έναν κόσμο από
πράσινα κλαριά πάνω από τον επίγειο κόσμο που μόλις θα διακρινόταν, αχνός κι
απόμακρος. Αρκεί ν' αρχίσεις ν' αρνιέσαι τις συνθήκες όπου ζεις και κανείς δεν
ξέρει πού θα καταλήξεις: για να κοιμηθεί τώρα ο Μαρκοβάλντο, χρειαζόταν κάτι
που ούτε αυτός ήξερε τι ήταν, δε θα του έφτανε πια μια πραγματική σιγαλιά αλλά
ένας θόρυβος στο βάθος πιο μαλακός από τη σιωπή, ένα απαλό αεράκι στις φυλλωσιές
ενός δάσους ή το μουρμουρητό του νερού που κυλά και χάνεται σ' ένα λιβάδι.
Του ήρθε μια ιδέα
και σηκώθηκε. Δεν ήταν ακριβώς ιδέα, γιατί, χαυνωμένος καθώς ήταν από τον ύπνο
που τον κατέκλυζε, δεν μπορούσε να ξεχωρίσει καλά καλά καμία σκέψη· ήταν κάτι
σαν ανάμνηση ότι εκεί γύρω υπήρχε κάποιο πράγμα που είχε σχέση με νερό, με το
φλύαρο και υπόκωφο κελάηδημά του.
Πράγματι, εκεί
κοντά υπήρχε μια κρήνη, περίφημο έργο γλυπτικής και υδραυλικής, με νύμφες,
φαύνους και θεούς των ποταμών, όπου συμπλέκονταν πίδακες, καταρράχτες και
παιχνίδια νερού. Μόνο που δεν είχε νερό: τις καλοκαιριάτικες νύχτες, εξαιτίας
της λειψυδρίας, την έκλειναν. Ο Μαρκοβάλντο τριγύρισε για λίγο εκεί κοντά σαν
υπνοβάτης· μάλλον το ένστικτο παρά η λογική του έλεγε ότι μια στέρνα πρέπει να
έχει βρύση. Όποιος έχει μάτι, βρίσκει αυτό που θέλει, ακόμα και με κλειστά τα
μάτια. Άνοιξε τη βάνα: από τα κοχύλια, από τους γενειοφόρους, από τα ρουθούνια
των αλόγων τινάχτηκαν ψηλοί πίδακες, οι ψεύτικοι λαβύρινθοι τυλίχτηκαν σε
λαμπερούς μανδύες κι όλο αυτό το νερό αντηχούσε μες στην έρημη πλατεία σαν το
αρμόνιο μιας εκκλησίας, μ' όλα τα κελαρύσματα και τους παφλασμούς που μπορούσε
να κάνει. Ο νυχτοφύλακας Τορνακουίντσι, που για μια ακόμα φορά περιπολούσε την
πλατεία σκυθρωπός με το ποδήλατό του και άφηνε ειδοποιήσεις στις εισόδους,
παραλίγο να πέσει από τη σέλα μόλις είδε να ξεσπάει μπροστά στα μάτια του το
σιντριβάνι σαν υγρό πυροτέχνημα.
Ο Μαρκοβάλντο,
προσπαθώντας ν' ανοίξει όσο το δυνατό λιγότερο τα μάτια του, για να μην του
ξεφύγει εκείνη η λιγοστή υπνηλία που νόμιζε ότι τον είχε καταλάβει, έτρεξε για
να ξαπλώσει και πάλι στο παγκάκι. Ορίστε, τώρα ένιωθε σαν να 'ταν στην κορυφή
ενός καταρράχτη, με το δάσος πάνω του -να που κοιμόταν.
Ονειρεύτηκε ότι έτρωγε, το πιάτο ήταν σκεπασμένο για να μην
κρυώσει η μακαρονάδα. Το ξεσκέπασε και μέσα είχε έναν ψόφιο ποντικό που
βρομούσε. Κοίταξε στο πιάτο της γυναίκας του: άλλος ένας σιχαμένος ποντικός.
Μπροστά στα παιδιά του κι άλλα ποντικάκια, μικρότερα αλλά το ίδιο
μισοσαπισμένα. Σήκωσε το καπάκι της σουπιέρας κι είδε μια γάτα με
τουμπανιασμένη την κοιλιά· η μπόχα τον ξύπνησε.
Λίγο πιο πέρα ήταν
το φορτηγό του δήμου, που τριγυρίζει τις νύχτες και αδειάζει τους βόθρους. Μες
στο μισόφωτο από τα φανάρια διέκρινε το γερανό που έσκαβε, τις σκιές των
ανθρώπων που στέκονταν στην κορυφή ενός βουνού από απορρίμματα και έσπρωχναν με
τα χέρια ένα δοχείο κρεμασμένο σε τροχαλίες για να το αδειάσουν ή έσκαβαν με τα
φτυάρια μιλώντας με φωνές πνιχτές και σπασμένες σαν τα χτυπήματα του γερανού:
"Πάνω…" "Αμόλα του…" "Άι στο διάολο…" -ήχοι
κρούσεων σαν βαριά γκονγκ κι η μηχανή που ξανάρχιζε αργά για να σταματήσει λίγο
παραπέρα και να κάνει άλλη μια φορά τη μανούβρα.
Ωστόσο ο ύπνος είχε
πια μεταφέρει τον Μαρκοβάλντο σ' έναν τόπο όπου οι ήχοι δεν έφταναν πια στ'
αυτιά του και, άλλωστε, ακόμα κι εκείνοι οι δυσάρεστοι, ξεροί ήχοι τυλίγονταν
σ' ένα περίβλημα που τους μαλάκωνε, ίσως εξαιτίας της ίδιας της φύσης των
απόβλητων που στοιβάζονταν στα φορτηγά: αλλά η μπόχα δεν τον άφηνε να κοιμηθεί,
η μπόχα του γινόταν πιο έντονη χάρη στην ίδια την αφόρητη ιδέα της δυσωδίας·
έτσι οι θόρυβοι, εκείνοι οι πνιχτοί και μακρινοί θόρυβοι, καθώς και η εικόνα
του φορτηγού με το γερανό που διαγραφόταν μπροστά στο φως, δεν έφταναν στο
μυαλό του σαν ήχοι και εικόνα αλλά μόνο σαν μπόχα. Κι ο Μαρκοβάλντο είχε γίνει
έξω φρενών, καθώς μάταια επιζητούσε με τη φαντασία των ρουθουνιών του τη δροσιά
ενός ροδώνα.
Ο νυχτοφύλακας
Τορνακουίντσι ένιωσε τον ιδρώτα να κυλάει στο μέτωπό του, όταν διέκρινε τη σκιά
ενός ανθρώπου να τρέχει μπουσουλώντας σε μια πρασιά, να τσακίζει μανιασμένος
τις νεραγκούλες και να εξαφανίζεται. Σκέφτηκε, όμως, ότι επρόκειτο για σκύλο,
οπότε ήταν αρμοδιότητα του μπόγια, ή για παραίσθηση, οπότε ήταν αρμοδιότητα
ενός νευρολόγου, ή για λυκάνθρωπο, οπότε δεν ήξερε τίνος αρμοδιότητα ήταν,
πάντως όχι δική του, και έστριψε στη γωνία.
Στο μεταξύ ο
Μαρκοβάλντο είχε επιστρέψει στην κοίτη του και έχωνε τη μύτη του στο
στραπατσαρισμένο μάτσο τις νεραγκούλες, προσπαθώντας να πνίξει τη δυσωδία μες
στο άρωμά τους: όμως πολύ λίγα μπορούσε να βγάλει απ' αυτά τα σχεδόν άοσμα
λουλούδια· ωστόσο η δροσιά, η μυρωδιά του χώματος και των υγρών χόρτων ήταν
μεγάλο βάλσαμο. Έδιωξε την έμμονη ιδέα των σκουπιδιών και αποκοιμήθηκε. Χάραζε.
Το ξύπνημά του ήταν
απότομο, μια λάμψη ηλιόλουστου ουρανού πάνω από το κεφάλι του, ένας ήλιος που
είχε σβήσει τις φυλλωσιές και σιγά σιγά τις ξαναέφερνε μπροστά στα μισότυφλά
του μάτια. Ο Μαρκοβάλντο, όμως, δεν μπόρεσε να το απολαύσει, γιατί ένα ρίγος
τον έκανε να τιναχτεί επάνω: η ριπή μιας υδραντλίας, με την οποία οι κηπουροί
του δήμου ψέκαζαν τις πρασιές, έριξε ποτάμια κρύου νερού πάνω στα ρούχα του.
Και γύρω του ακουγόταν ο θόρυβος των τραμ, των φορτηγών με τα εμπορεύματα, των
καροτσιών, των ημιφορτηγών, των εργατών που έτρεχαν στα εργοστάσια με τα
μοτοποδήλατά τους, των κιγκλιδωμάτων των μαγαζιών που ανέβαιναν και των
παραθυρόφυλλων των σπιτιών που άνοιγαν, ενώ τα τζάμια τους άστραφταν στον ήλιο.
Με στόμα πικρό και μάτια κολλημένα, με μουδιασμένη πλάτη και πονεμένα πλευρά, ο
Μαρκοβάλντο έτρεχε αποβλακωμένος στη δουλειά του.
ΧΕΙΜΩΝΑΣ
«Τα παιδιά του Αϊ- Βασίλη»
ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΠΟΧΗ
ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΠΙΟ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗ ΚΑΙ ΚΑΛΗ για τον κόσμο της βιομηχανίας και του
εμπορίου από τα Χριστούγεννα και τις προηγούμενές τους εβδομάδες. Από τους
δρόμους κατεβαίνει ο τρεμουλιαστός ήχος της πίπιζας· και οι ανώνυμες εταιρείες,
που μέχρι χτες υπολόγιζαν ψυχρά τα τιμολόγια και τα μερίσματα, ανοίγουν την
καρδιά τους στα αισθήματα και το χαμόγελο. Τώρα η μόνη σκέψη των διοικητικών
συμβουλίων είναι να προσφέρουν χαρά στον πλησίον τους, στέλνοντας δώρα, που
συνοδεύονται από ευχετήρια μηνύματα, στις συνεργαζόμενες εταιρείες και στους
ιδιώτες· κάθε εταιρεία νιώθει την υποχρέωση ν' αγοράσει ένα μεγάλο στοκ από
προϊόντα μιας δεύτερης εταιρείας, για να κάνει δώρα στις άλλες εταιρείες· οι
οποίες, με τη σειρά τους, αγοράζουν από μια εταιρεία άλλα στοκ δώρων για τις
υπόλοιπες· τα παράθυρα των γραφείων μένουν φωτισμένα ως αργά και ιδίως τα
παράθυρα της αποθήκης, όπου το προσωπικό συνεχίζει τις υπερωρίες συσκευάζοντας
δέματα και κασόνια· πίσω από τα θαμπωμένα τζάμια, στα πεζοδρόμια που
καλύπτονται από ένα στρώμα πάγου, προχωρούν οι οργανοπαίχτες που κατέβηκαν από
τα σκοτεινά μυστηριώδη βουνά, στέκονται στα σταυροδρόμια του κέντρου, σαν
έκθαμβοι από τα πολλά φώτα, και με σκυμμένο το κεφάλι φυσούν τις πίπιζές τους·
στον ήχο εκείνο καταλαγιάζουν οι σοβαρές αντιθέσεις των επιχειρηματιών και
παραχωρούν τη θέση τους σ' ένα νέο ανταγωνισμό: ποιος θα προσφέρει πιο
χαριτωμένα το πιο λαμπρό και πρωτότυπο δώρο.
Τη χρόνια εκείνη
το Γραφείο Δημοσίων Σχέσεων της Sbav πρότεινε να μοιραστούν κατ' οίκον τα δώρα
των πιο σημαντικών ανθρώπων από κάποιον που θα ντυνόταν Αϊ -Βασίλης.
Η ιδέα έτυχε της
γενικής επιδοκιμασίας των ιθυνόντων. Αγόρασαν μια πλήρη εξάρτυση Αϊ-Βασίλη:
λευκή γενειάδα, κόκκινο σκούφο και καζάκα με γούνινο στρίφωμα, ψηλές μπότες.
Άρχισαν να κάνουν
πρόβες για να δουν σε ποιον υπάλληλο πήγαινε καλύτερα, μα άλλος ήταν πολύ
κοντός και η γενειάδα σερνόταν καταγής, άλλος πολύ σωματώδης και δεν του
χωρούσε η καζάκα, άλλος πολύ νέος κι άλλος τόσο γέρος, που δεν άξιζε τον κόπο
να τον μακιγιάρουν.
Ενώ ο διευθυντής του Γραφείου Προσωπικού καλούσε άλλους
πιθανούς Αϊ-Βασίληδες από τα διάφορα τμήματα, οι συγκεντρωμένοι ιθύνοντες
προσπαθούσαν να βελτιώσουν την ιδέα: το Γραφείο Ανθρωπίνων Σχέσεων έλεγε ότι ο
Αϊ-Βασίλης θα έπρεπε να παραδώσει και τα δώρα των αρχιτεκτονιτών σε μια ομαδική
γιορτή· το Γραφείο Εμπορίου ήθελε να τον βάλει να κάνει και ένα γύρο στα
μαγαζιά· το Γραφείο Διαφήμισης ενδιαφερόταν για την προώθηση του ονόματος της
εταιρείας, ίσως βάζοντάς τον να κρατάει μια κλωστή με τέσσερα μπαλονάκια, όπου
θα υπήρχαν τα γράμματα S, B, A, V.
Όλοι είχαν
παρασυρθεί από τον εύθυμη και φιλική ατμόσφαιρα που τύλιγε την εορταστική και
παραγωγική πόλη· δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο από το να νιώθεις να συρρέουν
γύρω σου τα υλικά αγαθά και μαζί τους το καλό που ο καθένας επιθυμεί για τον
πλησίον του· και αυτό, κυρίως αυτό - όπως θύμιζε ο ήχος, φιρουλί φιρουλί, από
τις πίπιζες - είναι ό,τι έχει μεγαλύτερη σημασία.
Στην αποθήκη κάθε αγαθό - υλικό και πνευματικό
- περνούσε από τα χέρια του Μαρκοβάλντο ως εμπόρευμα προς φόρτωση ή εκφόρτωση.
Και αυτός συμμετείχε στο γενικό εορτασμό όχι μόνο φορτώνοντας και
ξεφορτώνοντας, αλλά και με τη σκέψη ότι στο βάθος αυτού του λαβύρινθου με τα
εκατοντάδες χιλιάδες δέματα τον περίμενε ένα δέμα ολόδικό του που του το είχε
ετοιμάσει το Γραφείο Ανθρωπίνων Σχέσεων· κι ακόμα, υπολογίζοντας πόσα θα έπρεπε
να πάρει στο τέλος του μήνα μαζί με το δέκατο τρίτο μισθό και τις υπερωρίες. Με
τα λεφτά εκείνα θα μπορούσε να τρέξει κι αυτός στα μαγαζιά και ν' αγοράσει, ν'
αγοράσει, ν' αγοράσει για να χαρίσει, να χαρίσει, να χαρίσει, όπως επέβαλλαν τα
βαθύτερα συναισθήματά του και τα γενικά συμφέροντα της βιομηχανίας και του
εμπορίου.
Ο διευθυντής του
Γραφείου Προσωπικού μπήκε στην αποθήκη με μια ψεύτικη γενειάδα στα χέρια:
- Έι, εσύ! είπε στον Μαρκοβάλντο. Για δοκίμασε αυτή τη
γενειάδα. Υπέροχα! Εσύ θα είσαι ο Αϊ -Βασίλης. Έλα επάνω, κάνε γρήγορα. Θα
πάρεις ειδικό πριμ, αν κάνεις πενήντα κατ' οίκον παραδόσεις τη μέρα.
Ο Μαρκοβάλντο,
μεταμφιεσμένος σε Αϊ-Βασίλη, τριγύριζε στην πόλη πάνω στη σέλα ενός τρίκυκλου
γεμάτου με πακέτα τυλιγμένα σε πολύχρωμα χαρτιά, δεμένα με ωραίες κορδέλες και
στολισμένα με κλαδάκια γκι και ου. Η τζίβα της λευκής γενειάδας του έφερνε λίγη
φαγούρα, αλλά ήταν χρήσιμη, γιατί του προστάτευε το λαιμό από τον αέρα.
Στο πρώτο του
δρομολόγιο πήγε σπίτι του, διότι δεν άντεξε στον πειρασμό να κάνει έκπληξη στα
παιδιά του. "Στην αρχή", σκέφτηκε, "δε θα με γνωρίσουν. Έπειτα,
όμως, γέλια που θα κάνουν!"
Τα παιδιά έπαιζαν
στις σκάλες. Μετά βίας γύρισαν να τον κοιτάξουν:
- Γεια σου, μπαμπά.
Ο Μαρκοβάλντο
απογοητεύτηκε.
- Μα… δε βλέπετε πώς έχω ντυθεί;
- Ε, πως αλλιώς να ντυθείς; είπε ο Πιετρούτσιο. Αϊ-Βασίλης δεν
είσαι;
- Και με γνωρίσατε αμέσως;
- Σιγά το πράμα! Εδώ γνωρίσαμε τον κύριο Σιτζισμόντο που ήταν
καλύτερα μασκαρεμένος από σένα!
- Και τον κουνιάδο της θυρωρίνας!
- Και τον μπαμπά των απέναντι διδύμων!
- Και το θείο της Ερνεστίνας με τις κοτσίδες!
- Κι ήταν όλοι ντυμένοι Αϊ-Βασίληδες; ρώτησε ο Μαρκοβάλντο και
η απογοήτευση στη φωνή του οφείλονταν μόνο στην αποτυχία της έκπληξης που είχε
ετοιμάσει για την οικογένειά του, αλλά και στο ότι ένιωθε πως είχε κατά κάποιο
τρόπο θιγεί το κύρος της εταιρείας.
- Βέβαια, ολόιδιοι μ' εσένα, ουφ πια, απάντησαν τα παιδιά,
Αϊ-Βασίληδες, όπως συνήθως, με ψεύτικα γένια.
Και γυρίζοντάς του
την πλάτη, αφοσιώθηκαν και πάλι στα παιχνίδια τους.
Φαίνεται ότι τα
Γραφεία Δημοσίων Σχέσεων πολλών εταιρειών είχαν ταυτόχρονα την ίδια ιδέα· και
είχαν στρατολογήσει μεγάλο αριθμό ανθρώπων, κυρίως άνεργους, συνταξιούχους και
υποαπασχολούμενους, για να τους φορέσουν την κόκκινη καζάκα και την μπαμπακένια
γενειάδα. Τα παιδιά, αφού στην αρχή διασκέδασαν αναγνωρίζοντας, κάτω απ' αυτή
τη μεταμφίεση, γνωστούς και γείτονες, μετά από λίγο συνήθισαν και δεν έδιναν
πια καμιά σημασία.
Θα 'λεγε κανείς ότι
είχαν παθιαστεί με το παιχνίδι που έπαιζαν. Είχαν μαζευτεί στο κεφαλόσκαλο και
κάθονταν σε κύκλο.
- Μπορώ να μάθω τι σκαρώνετε; ρώτησε ο Μαρκοβάλντο.
- Άσε μας ήσυχους, μπαμπά, πρέπει να ετοιμάσουμε τα δώρα.
- Δώρα για ποιον;
- Για ένα φτωχό παιδάκι. Πρέπει να βρούμε ένα φτωχό παιδάκι
και να του κάνουμε δώρα.
- Και ποιος σας το 'πε;
- Το λέει το αναγνωστικό.
Ο Μαρκοβάλντο
ετοιμαζόταν να πει: "Εσείς είστε τα φτωχά παιδάκια!", όμως την
εβδομάδα εκείνη είχε συνηθίσει τόσο να θεωρεί τον εαυτό του κάτοικο της Χώρας
της Αφθονίας, όπου όλοι αγόραζαν, απολάμβαναν κι έκαναν δώρα, που του φάνηκε
άπρεπο να μιλήσει για φτώχεια και προτίμησε να δηλώσει:
- Δεν υπάρχουν πια φτωχά παιδάκια!
Ο Μικελίνο σηκώθηκε
και ρώτησε:
- Γι' αυτό δε μας φέρνεις δώρα, μπαμπά;
Ο Μαρκοβάλντο ένιωσε
την καρδιά του να σφίγγεται.
- Τώρα πρέπει να πάω να βγάλω λίγα παραπάνω λεφτά, είπε
βιαστικά, κι έπειτα θα σας φέρω δώρα.
- Πώς θα βγάλεις λεφτά; ρώτησε ο Φιλιππέτο.
- Κουβαλώντας δώρα, έκανε ο Μαρκοβάλντο.
- Σ' εμάς;
- Όχι, στους άλλους.
- Γιατί όχι σ' εμάς; θα τελείωνες πιο γρήγορα…
Ο Μαρκοβάλντο
προσπάθησε να εξηγήσει:
- Διότι εγώ δεν είμαι ο Αϊ-Βασίλης των Ανθρωπίνων Σχέσεων:
είμαι ο Αϊ-Βασίλης των Δημοσίων Σχέσεων. Καταλάβατε;
- Όχι.
- Υπομονή.
Επειδή, όμως, ήθελε
να του συγχωρεθεί κατά κάποιο τρόπο το ότι είχε έρθει με άδεια χέρια, σκέφτηκε
να πάρει μαζί του τον Μικελίνο στη διανομή των δώρων.
- Αν είσαι φρόνιμος, μπορείς να έρθεις και να δεις τον μπαμπά
σου που θα μοιράζει δώρα στον κόσμο, είπε καβαλώντας τη σέλα του τρίκυκλου.
- Πάμε, μπορεί να βρω κάνα φτωχό παιδάκι, είπε ο Μικελίνο και,
πηδώντας επάνω, γραπώθηκε στην πλάτη του μπαμπά του.
Στους δρόμους της
πόλης ο Μαρκοβάλντο συναντούσε συνέχεια Αϊ-Βασίληδες, ασπροκόκκινους κι
ολόιδιους μ' αυτόν, που οδηγούσαν φορτηγάκια ή τρίκυκλα ή άνοιγαν τις πόρτες
των καταστημάτων στους φορτωμένους πακέτα πελάτες ή τους βοηθούσαν να
κουβαλήσουν τα ψώνια τους μέχρι το αυτοκίνητο. Κι όλοι αυτοί οι Αϊ-Βασίληδες
είχαν ύφος σοβαρό και πολυάσχολο σαν να ήταν υπεύθυνοι για τη συντήρηση της
τεράστιας μηχανής των Εορτών.
Κι ο Μαρκοβάλντο,
ολόιδιος με τους άλλους, έτρεχε από τη μία διεύθυνση του καταλόγου στην άλλη, κατέβαινε
από τη σέλα, ανακάτευε τα πακέτα της καρότσας, έπαιρνε τη φράση: "Η Sbav
σας εύχεται Καλά Χριστούγεννα και ευτυχισμένο τον καινούριο χρόνο" και
έπαιρνε το φιλοδώρημα.
Το φιλοδώρημα αυτό
ήταν μερικές φορές γενναίο και ο Μαρκοβάλντο θα ήταν ικανοποιημένος, αν δεν του
έλειπε κάτι. Κάθε φορά, προτού να χτυπήσει μια πόρτα μαζί με τον Μικελίνο,
χαιρόταν περιμένοντας την έκπληξη αυτού που θ' άνοιγε και θα έβλεπε μπροστά του
τον Αϊ-Βασίλη αυτοπροσώπως· περίμενε χαρές, περιέργεια, ευγνωμοσύνη. Και κάθε
φορά τον υποδέχονταν σαν τον ταχυδρόμο που φέρνει κάθε μέρα την εφημερίδα.
Χτύπησε την πόρτα
ενός πλουσιόσπιτου. Του άνοιξε μια γκουβερνάντα.
- Α, κι άλλο πακέτο. Από πού είναι;
- Η Sbav σας εύχεται…
- Εντάξει, ελάτε από δω, και οδήγησε τον Αϊ-Βασίλη σ' ένα
διάδρομο όλο ταπετσαρίες, χαλιά και βάζα από μαγιόλικα. Ο Μικελίνο με
γουρλωμένα μάτια ακολουθούσε τον πατέρα του.
Η γκουβερνάντα
άνοιξε μια κρυστάλλινη πόρτα. Μπήκαν σ' ένα δωμάτιο με ψηλό ταβάνι, τόσο ψηλό,
που χωρούσε ολόκληρο έλατο μέσα του. Ήταν ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο που
έλαμπε από γυάλινες μπάλες σ' όλα τα χρώματα, ενώ στα κλαδιά του κρέμονταν δώρα
και κάθε είδους γλυκά. Στο ταβάνι υπήρχαν βαριοί κρυστάλλινοι πολυέλαιοι και τα
ψηλότερα κλαδιά του έλατου μπλέκονταν στ' αστραφτερά τους κρύσταλλα. Πάνω σ'
ένα μεγάλο τραπέζι υπήρχαν κρύσταλλα, ασημικά, κουτιά με ζαχαρωτά και κιβώτια
με μπουκάλια. Τα παιχνίδια, πεταμένα σ' ένα μεγάλο χαλί, ήταν τόσα πολλά, σαν
σε κατάστημα παιχνιδιών, και κυρίως περίπλοκες ηλεκτρονικές συσκευές και μοντέλα
διαστημόπλοιων. Σε μια αδειανή γωνιά του χαλιού ήταν ένα παιδί γύρω στα εννιά,
ξαπλωμένο μπρούμυτα, με ύφος κατσούφικο και βαριεστημένο. Ξεφύλλιζε ένα
εικονογραφημένο βιβλίο, λες και όλα όσα ήταν γύρω του δεν τον αφορούσαν.
- Τζιανφράνκο, δες, Τζιανφράνκο, είπε η γκουβερνάντα, βλέπεις
που ο Αϊ-Βασίλης ξαναγύρισε κι έφερε κι άλλο δώρο;
- Τριακόσια δώδεκα, αναστέναξε το παιδί, χωρίς να σηκώσει τα
μάτια από το βιβλίο. Βάλτε το εκεί.
- Είναι το τριακοσιοστό δωδέκατο δώρο που έρχεται, είπε η
γκουβερνάντα. Ο Τζιανφράνκο είναι καταπληκτικός, κρατάει λογαριασμό, δεν του
ξεφεύγει ούτε ένα, το μεγάλο του πάθος είναι να μετράει.
Ο Μαρκοβάλντο κι ο
Μικελίνο έφυγαν από το σπίτι πατώντας στις μύτες των ποδιών.
- Μπαμπά, αυτό το παιδί είναι ένα φτωχό παιδάκι; ρώτησε ο
Μικελίνο.
Ο Μαρκοβάλντο είχε
βαλθεί να ταχτοποιεί το φορτίο του τρίκυκλου και δεν απάντησε αμέσως. Μια
στιγμή αργότερα, όμως, έσπευσε να διαμαρτυρηθεί:
- Φτωχό; Τι είν' αυτά που λες! Ξέρεις ποιος είναι ο πατέρας
του; Είναι ο πρόεδρος της Ένωσης Αυξήσεων Χριστουγεννιάτικων Πωλήσεων! Ο
κύριος…
Σταμάτησε, γιατί δεν
έβλεπε τον Μικελίνο.
- Μικελίνο! Μικελίνο! Πού είσαι;
Είχε εξαφανιστεί.
"Κοίτα να δεις που θα είδε κανέναν άλλο Αϊ-Βασίλη στο
δρόμο, θα μπερδεύτηκε και θα τον πήρε από πίσω…" Ο Μαρκοβάλντο συνέχισε το
γύρο του, μα ήταν λιγάκι ανήσυχος και δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσει στο σπίτι.
Στο σπίτι βρήκε τον
Μικελίνο μαζί με τα' αδέλφια του, φρόνιμο σαν αρνάκι.
- Για λέγε, εσύ: που πήγες και χάθηκες;
- Ήρθα στο σπίτι να πάρω τα δώρα… Ναι, τα δώρα για εκείνο το
φτωχό παιδάκι…
- Ε, ποιο;
- Εκείνο που ήταν τόσο στεναχωρημένο… εκείνο στη βίλα με το
χριστουγεννιάτικο δέντρο…
- Εκείνο; Μα τι δώρα μπορούσες να κάνεις εσύ σ' εκείνο;
- Α, τα ετοιμάσαμε μια χαρά… τρία δώρα τυλιγμένα σε
ασημόχαρτο.
Μπήκαν στη μέση τ'
αδελφάκια του.
- Πήγαμε όλοι μαζί και του τα δώσαμε! Πού να 'βλεπες χαρά που
έκανε!
- Ναι, ναι με τα δώρα μας… Έτρεξε αμέσως να σκίσει το χαρτί
και να δει τι ήταν…
- Και τι ήταν;
- Το πρώτο ήταν ένα σφυρί: εκείνο το μεγάλο, στρογγυλό, ξύλινο
σφυρί…
- Κι εκείνος;
- Πηδούσε από τη χαρά του! Το άρπαξε και άρχισε να το
χρησιμοποιεί!
- Πώς;
- Έσπασε όλα τα παιχνίδια! Κι όλα τα κρύσταλλα! Έπειτα πήρε το
δεύτερο δώρο…
- Τι ήταν;
- Μια σφεντόνα. Έπρεπε να τον δεις πόσο ευχαριστήθηκε… Έσπασε
όλες τις γυάλινες μπάλες του χριστουγεννιάτικου δέντρου. Κι έπειτα έσπασε τους
πολυέλαιους…
- Φτάνει, φτάνει, δε θέλω ν' ακούσω άλλο! Και… το τρίτο δώρο;
- Δεν είχαμε πια τίποτα να του χαρίσουμε κι έτσι τυλίξαμε στο
ασημόχαρτο ένα πακέτο σπίρτα απ' αυτά της κουζίνας. Αυτό το δώρο του άρεσε πιο
πολύ απ' όλα. Έλεγε: "Δε μ' αφήνουν ποτέ να πιάσω σπίρτα". Άρχισε να
τ' ανάβει και…
- Και;…
- … έβαλε παντού φωτιά!
Ο Μαρκοβάλντο
τραβούσε τα μαλλιά του.
- Πάει, καταστράφηκα!
Την επόμενη μέρα,
όταν παρουσιάστηκε στη δουλειά, ένιωθε τη θύελλα να πυκνώνει γύρω του. Μάνι
μάνι ξαναντύθηκε Αϊ-Βασίλης, φόρτωσε στο τρίκυκλο τα πακέτα που έπρεπε να
παραδώσει, απορώντας που κανείς ακόμα δεν του είχε πει τίποτα, όταν είδε να
έρχονται προς το μέρος του τρεις προϊστάμενοι, αυτός των Δημοσίων Σχέσεων, ο
άλλος της Διαφήμισης και ο τρίτος του Γραφείου Εμπορίου.
- Αλτ! Του είπαν. Ξεφόρτωσέ τα όλα αμέσως!
"Τώρα μάλιστα!" σκέφτηκε ο Μαρκοβάλντο και ήδη
έβλεπε τον εαυτό του άνεργο".
- Γρήγορα! Πρέπει ν' αντικαταστήσουμε τα πακέτα! Είπαν οι
προϊστάμενοι. Η Ένωση Αυξήσεων Χριστουγεννιάτικων Πωλήσεων ξεκίνησε μια
εκστρατεία για τη διάδοση του Καταστρεπτικού Δώρου!
- Έτσι ξαφνικά… σχολίασε ένας τους. Θα μπορούσαν να το
σκεφτούν νωρίτερα…
- Πρόκειται για μια ξαφνική ανακάλυψη του προέδρου, εξήγησε
ένας άλλος. Νομίζω ότι το παιδί του πήρε κάτι υπερμοντέρνα δώρα, μάλλον
γιαπωνέζικα, και για πρώτη φορά το είδε να διασκεδάζει…
- Αυτό που έχει σημασία, πρόσθεσε ο τρίτος, είναι ότι το
Καταστρεπτικό Δώρο χρησιμεύει για να καταστρέφει κάθε είδους αντικείμενα: ό,τι
χρειαζόμαστε για να επιταχύνουμε το ρυθμό της κατανάλωσης και ν'
αναζωογονήσουμε το εμπόριο… Τα πάντα γίνονται ταχύτατα και είναι στο χέρι ενός
παιδιού… Ο πρόεδρος της Ένωσης είδε ν' ανοίγονται νέοι ορίζοντες και στον
έβδομο ουρανό του ενθουσιασμού του…
- Μα αυτό το παιδί, ρώτησε ο Μαρκοβάλντο με φωνή που μόλις
ακουγόταν, κατέστρεψε στ' αλήθεια πολλά πράγματα;
- Είναι δύσκολο να υπολογιστούν οι ζημιές, έστω και κατά
προσέγγιση, διότι το σπίτι πήρε φωτιά…
Ο Μαρκοβάλντο βγήκε
στο δρόμο, που φωτιζόταν σαν να 'ταν νύχτα, γεμάτο μαμάδες, παιδιά, θείους,
παππούδες, πακέτα, μπαλόνια, ξύλινα αλογάκια, χριστουγεννιάτικα δέντρα,
Αϊ-Βασίληδες, κοτόπουλα, γαλοπούλες, τσουρέκια, μποτίλιες, οργανοπαίχτες,
καπνοδοχοκαθαριστές και καστανάδες που έριχναν ταψιά με κάστανα πάνω στο
πυρωμένο μαύρο μαγκάλι.
Και η πόλη έμοιαζε
μικρότερη, κλεισμένη σε μια φωτεινή λήκυθο, θαμμένη στη σκοτεινή καρδιά ενός
δάσους ανάμεσα στους αιωνόβιους κορμούς των καστανιών και στον απέραντο μανδύα
του χιονιού. Από κάποια μεριά του σκοταδιού ακουγόταν το ουρλιαχτό του λύκου·
οι λαγοί είχαν τη φωλιά τους θαμμένη μες στο χιόνι, στη ζεστή κόκκινη γη, κάτω
από ένα στρώμα καστανόφλουδες.
Ένας άσπρος λαγός
βγήκε στο χιόνι, κούνησε τα αυτιά του κι έτρεξε κάτω από το φεγγάρι, μα ήταν
άσπρος και δε φαινόταν, ήταν σαν να μη βρισκόταν εκεί. Μόνο τα ποδαράκια του
άφηναν ανάλαφρα ίχνη στο χιόνι, σαν φυλλαράκια τριφυλλιού. Ούτε κι ο λύκος
φαινόταν, γιατί ήταν μαύρος και κρυβόταν μες στο μαύρο σκοτάδι του δάσους. Μόνο
όταν άνοιγε το στόμα του, φαίνονταν τα λευκά και μυτερά του δόντια.
Υπήρχε ένα όριο όπου τελείωνε το κατάμαυρο δάσος και άρχιζε το
κάτασπρο χιόνι. Από τη μια έτρεχε ο λαγός κι από την άλλη ο λύκος.
Ο λύκος έβλεπε πάνω
στο χιόνι τα χνάρια του λαγού και τ' ακολουθούσε, μα πάντα κρατιόταν στο
σκοτάδι για να μη φανερωθεί. Ο λαγός θα έπρεπε να είναι στο σημείο όπου
σταματούσαν τα αποτυπώματα και ο λύκος βγήκε από το σκοτάδι, άνοιξε το κόκκινο
στόμα και τα κοφτερά δόντια του και δάγκωσε τον αέρα.
Ο λαγός βρισκόταν
λίγο παρακεί, αόρατος· έτριψε το αυτί με το ποδαράκι του και έφυγε πηδώντας.
Εδώ είναι; Εκεί είναι; Όχι, μήπως είναι λίγο πιο εκεί;
Έβλεπες μόνο την
απεραντοσύνη του χιονιού, λευκή όπως αυτή η σελίδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου