Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2016

Λέων Τολστόι «Ο παππούς και το εγγονάκι»


Κεντρικό θέμα: Η δύσκολη συμβίωση ενός παππού με την οικογένεια του γιου του.

Ιδέες του κειμένου:

Με αγάπη και  κατανόηση μπορούν οι νεότεροι να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα των ηλικιωμένων.

Οι  γονείς αποτελούν, με τη συμπεριφορά τους, πρότυπα για τα παιδιά τους. Τα παιδιά τους μιμούνται.

Μορφή: Το μικρό αυτό διήγημα έχει στοιχειώδη πλοκή που  κορυφώνεται σε ένα - δύο καίρια γεγονότα. Η γλώσσα είναι λιτή, απλή, χωρίς  εκφραστικά μέσα. Κυριαρχούν τα ρήματα. Σε αυτό εντοπίζονται πολλά χαρακτηριστικά των κλασικών παραμυθιών όπως: αόριστος χρόνος και τόπος, ανώνυμοι ήρωες που εμφανίζονται μόνο με την ιδιότητά τους, π.χ.: ο παππούς, ο άντρας, η γυναίκα (μόνον το παιδί έχει μικρό όνομα), χρήση ιστορικών χρόνων ( αορίστου και παρατατικού), χρονική ακολουθία (Κάποτε… Μια μέρα…), μικρή έκταση, διδακτικός στόχος.

Αφηγηματική τεχνική: Τριτοπρόσωπος αφηγητής με εξωτερική εστίαση (δεν εισχωρεί στο μυαλό των ηρώων [όπως κάνει ο παντογνώστης], αλλά απλώς καταγράφει γεγονότα και συμπεριφορές).

Αφηγηματικοί τρόποι: Αφήγηση με ελάχιστα διαλογικά και περιγραφικά στοιχεία.

Αφηγηματική πορεία: Τα προβλήματα του ανήμπορου παππού > τι γίνεται όταν ο παππούς σπάζει το πιάτο του > ο Μίσα σκαλίζει μια γαβάθα για τους γονείς του > η συμπεριφορά των μεγάλων απέναντι στον παππού αλλάζει.

Πρόσωπα:

Ο παππούς: Αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα υγείας λόγω της ηλικίας του. Αντιλαμβάνεται τη δύσκολη θέση του και δεν προκαλεί τα παιδιά του ούτε αντιδρά στις αποφάσεις τους για αυτόν. Δεν ζητά τίποτε από κανέναν.

Το ζευγάρι: Επειδή είναι νέοι, ενοχλούνται από την παρουσία του ηλικιωμένου παππού στο σπίτι τους και είναι αυστηροί απέναντί του. Δεν σκέφτονται καθόλου ότι κι αυτοί θα γεράσουν κάποτε. Το συνειδητοποιούν μόνον όταν βλέπουν τι φτιάχνει ο γιος τους. Η συμπεριφορά τους τότε αλλάζει και φέρονται πλέον στον παππού «όπως πρέπει».

Ο Μίσα: Ένα αθώο παιδί που αντιγράφει τους γονείς του και ετοιμάζεται να γίνει σαν αυτούς, όταν θα μεγαλώσει. Δρα σαν καταλύτης - σωτήρας, αφού οδηγεί τους γονείς του στη συνειδητοποίηση του σφάλματός τους όσον αφορά τον παππού, με το να τους δείξει τι τους περιμένει όταν κι αυτοί θα γεράσουν.

Θέματα για μελέτη: Πώς συμπεριφερόμαστε στους ηλικιωμένους που ζουν κοντά μας;

Ποια μέριμνα λαμβάνει η Πολιτεία για τα άτομα της τρίτης ηλικίας;

Τι διδασκόμαστε από το κείμενο αυτό;

Θα διαβάζατε αυτό το διήγημα στους γονείς σας; Γιατί; Τι πιστεύετε ότι θα αισθάνονταν;






Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2016

ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Α΄ΤΑΞΗΣ 2022




«ΤΟ ΠΙΟ ΓΛΥΚΟ ΨΩΜΙ»   Λαϊκό παραμύθι

Εισαγωγικά: Το λαϊκό αφήγημα μαζί με το δημοτικό τραγούδι είναι η σημαντικότερη γλωσσική και λογοτεχνική εκδήλωση του λαού μας. Το παραμύθι αποτελεί καθρέφτισμα της κοινωνικής ζωής του τόπου μας, χάρη στην προφορικότητα της αφήγησης, στην απλότητα του μύθου και στην εκφραστική λιτότητά του.

Θεματικά κέντρα:Η εργασία είναι πηγή χαράς και ικανοποίησης. Αντίθετα, η απραξία είναι δυστυχία: Ο βασιλιάς τα  είχε όλα, δε χρειαζόταν να προσπαθήσει για τίποτε. Κι όμως ένιωθε δυστυχισμένος. Η δυστυχία, στο παραμύθι, εκφράζεται αλληγορικά σαν ανορεξία.

Η σοφία και η εσωτερική γαλήνη του βιοπαλαιστή. Ο εργάτης της γης αντλεί  ικανοποίηση  μέσα από τη δουλειά και την απλότητα. Βοηθά πρόθυμα, με τις γνώσεις που έχει αποκομίσει λόγω των εμπειριών του.


Ένας βασιλιάς...

Ένας άγιος και σοφός γέροντας...
Το ψωμί ως προϊόν και ως αμοιβή του ανθρώπινου μόχθου.
Μορφή: Το λαϊκό παραμύθι διακρίνεται για τη λιτή αφήγηση, την παρατακτική σύνταξη και την απέριττη γλώσσα. Οι διάλογοι, όπως και η αφήγηση, διατηρούν τη ζωντάνια του προφορικού λόγου. Αυτό συμβαίνει γιατί ο λαϊκός αφηγητής πρέπει να προσαρμόσει το λόγο του στο κοινό, που είναι, πιθανότατα, παιδιά.
Θερισμός
Αλώνισμα

Στον αλευρόμυλο...

Αφηγηματική τεχνική: Ο αφηγητής μιλά σε τρίτο (γ΄) πρόσωπο και  ενώνεται με το ακροατήριο μόνον σε λίγες φράσεις του κειμένου («για να μην τα πολυλογούμε», «να τρώαμε κι εμείς έτσι!...», κ.λπ.).
 Αφηγηματικοί τρόποι: Αφήγηση, διάλογος και περιγραφή.
Γλώσσα: Η γλώσσα των παραμυθιών: Απλή, κατανοητή από τα μικρά παιδιά.
Εκφραστικά μέσα: Εξαιρετική χρήση σχημάτων λόγου, όπως οι μεταφορές, οι προσωποποιήσεις, κ.λπ.
Αφηγηματικά μοτίβα: Η ανορεξία του βασιλιά (το πρόβλημα) à Ένας σοφός γέροντας προσφέρει τη βοήθειά του στο βασιλιά. à Ο βασιλιάς υποβάλλεται σε δοκιμασία από το σοφό γέροντα à Η πολυπόθητη όρεξη επανέρχεται (η λύση).
Τα πρόσωπα:
Ο βασιλιάς: Στην αρχή παρουσιάζεται αυταρχικός, απειλητικός, γκρινιάρης και παράξενος, δυστυχισμένος, χωρίς να ξέρει το γιατί. Στη συνέχεια υπακούει στις παραινέσεις του γέροντα, ημερεύει και, τελικά, γίνεται  πράος, συνετός, εργατικός και ευτυχής.
Ο γέροντας: Αντιπροσωπεύει την ελληνική θυμοσοφία, τη γνώση των απλών ανθρώπων για τα πράγματα που έχουν αξία στη ζωή και την κάνουν ομορφότερη. Η γνώση αυτή συνδέεται άρρηκτα με την εμπειρία (ηλικιωμένος σοφός). Είναι ψύχραιμος, ήρεμος, εργατικός.
Ο αφηγητής: Παρουσιάζει την ιστορία από τη δική του σκοπιά: Είναι ένας άνθρωπος του λαού, μαθημένος στη σκληρή δουλειά, που επιθυμεί να διδάξει στους νεότερους τις αξίες που και ο ίδιος πρεσβεύει, την υπομονή, την εργατικότητα, το σεβασμό στους μεγαλυτέρους, την εκτίμηση των απλών αλλά σημαντικών πραγμάτων. Ο τρόπος που παρουσιάζει το βασιλιά μαρτυρεί την πεποίθησή του ότι αυτοί, που κυβερνούν στον τόπο του, δεν νοιάζονται για το λαό.
Άσκηση:  «...η ζάχαρη του ψωμιού σου ήταν ο ιδρώτας που έχυσες για να το φτιάξεις». Ποιο είναι το νόημα αυτής της φράσης; 

Παρακολουθήστε την ταινία που γύρισαν κάποιοι παλιότεροι μαθητές, με αφορμή αυτό το παραμύθι, στον υπερσύνδεσμο:
"Το πιο γλυκό ψωμί στο σήμερα"




Δημήτρη Ψαθά:    «Οι πιτσιρίκοι»
Θεματικά κέντρα:  Η αγριότητα των Γερμανών κατακτητών και η αφέλειά τους.
Οι Γερμανοί στην Αθήνα
Απρίλης του ΄41

Σαλταδόροι εν δράσει


Παιδιά στην Κατοχή
Το θάρρος και η ευρηματικότητα των μικρών αγωνιστών της ελευθερίας.
Μορφή:  Αυτοτελές αφήγημα (χρονογράφημα). Ο λόγος του συγγραφέα-δημοσιογράφου-ευθυμογράφου Δ. Ψαθά είναι απλός, χωρίς δυσνόητες λέξεις, γεμάτος χιούμορ και ζωντάνια. Εύκολα εντοπίζονται τα χαρακτηριστικά του δημοσιογραφικού λόγου: Χρησιμοποιεί άφθονα εκφραστικά μέσα (εξαιρετικές μεταφορές, παρομοιώσεις, προσωποποιήσεις, εικόνες). Ξεκάθαρη προβάλλει και η  ειρωνική διάθεση του συγγραφέα απέναντι στον παντοδύναμο κατακτητή που τελικά... δεν είναι τόσο άτρωτος όσο φαίνεται. Αυτή η ειρωνεία συνδυαζόμενη με χιούμορ καθιστούν το αφήγημα πολύ ευχάριστο.  Απεικονίζει ρεαλιστικά την κοινωνική και ιστορική πραγματικότητα εκείνης της δύσκολης, για την Ελλάδα και τον κόσμο ολόκληρο, εποχής.
Γλώσσα: Το κείμενο είναι γραμμένο στην απλή δημοτική. Στο δεύτερο μέρος, μεταφέρει με επιτυχία και πολύ χιούμορ αυτούσιο το διάλογο ενός ελληνόπουλου με ένα Γερμανό στρατιώτη («σπαστά» γερμανικά και ελληνικά, αυθεντικές λέξεις της καθημερινότητας των παιδιών).
Αφηγηματική τεχνική: Ο αφηγητής μιλά σε τρίτο (γ΄) πρόσωπο και παρουσιάζει την ιστορία χωρίς να συμμετέχει ο ίδιος σε αυτήν (εξωδιηγητικός αφηγητής). Διεισδύει στη σκέψη των ηρώων του, όπως προκύπτει από ορισμένα σημεία του κειμένου (παντογνώστης). Καταγράφει, επίσης, τα δικά του σχόλια για όσα συμβαίνουν στην ιστορία.
Αφηγηματικοί τρόποι: Αφήγηση, διάλογος και περιγραφή.
Αφηγηματικά μοτίβα: Κατά τη γερμανική Κατοχή στην Ελλάδα, οι πιτσιρίκοι αντιστέκονται. à Οι οδηγοί γερμανικών φορτηγών προσέχουν για σαλταδόρους. à Πώς συμπεριφέρονται οι Γερμανοί στα παιδιά. à Ο μικρός ήρωας απασχολεί το Γερμανό οδηγό, όσο οι φίλοι του κάνουν σαμποτάζ στο φορτηγό του.
Τα πρόσωπα:
Το παιδί: Τετραπέρατο, άφοβο. Εκπροσωπεί το σύνολο των νέων που αντιστάθηκαν στις δυνάμεις Κατοχής με μόνο όπλο το μυαλό και τη γενναιότητά τους. Ο συγγραφέας το παρομοιάζει με το μικρόσωμο Οδυσσέα που τα βάζει με το γιγάντιο Κύκλωπα. Η ικανότητά του φαίνεται από τη συνομιλία με το Γερμανό οδηγό: Αποσπά εντελώς την προσοχή του, λέγοντας και κάνοντας χαζομάρες, μέχρι να ολοκληρώσουν οι κρυμμένοι φίλοι του το σαμποτάζ.
Ο Γερμανός οδηγός: Αφελής, ανυποψίαστος λόγω της υπεροπλίας και της υπεροψίας του, επειδή θεωρεί τους Έλληνες ανίκανους και ακίνδυνους. Επίσης, η στάση του δείχνει και το αίσθημα ανωτερότητας που διακατείχε τους Γερμανούς έναντι όλων των άλλων λαών του κόσμου («ο περιούσιος λαός»).

ΕΝΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΣΑΛΤΑΔΟΡΟΥΣ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ

Γ. Ρίτσου «Δεκαοκτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας»
1. Μικρός λαός
Μικρός λαός και πολεμά δίχως σπαθιά και βόλια
για όλου του κόσμου το ψωμί, το φως και το τραγούδι.
Κάτω απ’ τη γλώσσα του κρατεί τους βόγγους και τα ζήτω,
κι αν κάνει πως τα τραγουδεί, ραγίζουν τα λιθάρια.
2. Ρωμιοσύνη
Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις εκεί που πάει να σκύψει
Με το σουγιά στο κόκκαλο, με το λουρί στο σβέρκο.
Νάτη πετιέται από ξαρχής κι αντριεύει και θεριεύει
Και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου.




Σύμη (Δωδεκάνησα)

Ευγενίας Φακίνου «Η ζωή στη Σύμη»

Βασικό θέμα: Ένα κορίτσι, που ζει στην Αθήνα, θυμάται λεπτομέρειες από τη ζωή στο νησί της, τη Σύμη.

Θεματικά κέντρα: Μορφές ζωής που σήμερα έχουν εξαφανιστεί ή επιβιώνουν σε ελάχιστες, απομονωμένες περιοχές, όπως ένα μικρό νησί του Αιγαίου.

Τα παιδικά παιχνίδια, η αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου, οι ομαδικές δραστηριότητες και οι δεσμοί και οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων σε ένα παράδειγμα παραδοσιακής κοινωνίας του παρελθόντος.

Λειψυδρία: Ένα χαρακτηριστικό πρόβλημα των αιγαιοπελαγίτικων νησιών.

Η νησιώτικη αρχιτεκτονική προσαρμοζόταν στις ανάγκες των οικογενειών.

Μορφή: Στο μυθιστόρημα, που έχει τίτλο το όνομα της ηρωίδας, (Αστραδενή), η αφήγηση  κινείται σε δύο επίπεδα: Η ζωή στην Αθήνα σε σύγκριση με τη ζωή  στη Σύμη, την οποία το εντεκάχρονο κορίτσι θυμάται με νοσταλγία (αναδρομική αφήγηση).

Γλώσσα: Η γλώσσα του κειμένου είναι κοινή νεοελληνική με πολλές ιδιωματικές λέξεις (π.χ.: αποκρέβατος, κουτσουλές, κ.λ.π.). Το ύφος, το απλό λεξιλόγιο, η συχνή αποστροφή σε δεύτερο πρόσωπο προς τον αναγνώστη (π.χ. Έτσι και ρουφήξεις… ζεστάθηκες…) αλλά και οι ερωτήσεις που του απευθύνει (…καλέ, πού το πετάνε τόσο νερό;) συνταιριάζονται πετυχημένα με την ηλικία και το χαρακτήρα της αφηγήτριας- ηρωίδας.

Αφηγηματική τεχνική: Πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Αφηγήτρια είναι η μικρή Αστραδενή, που καταγράφει όσα συμβαίνουν στη ζωή της με αθώα ματιά, απλοϊκή σκέψη και αγαθή ψυχή. Για αυτό και η οπτική γωνία της αφήγησης είναι συγκεκριμένη και περιορισμένη (εσωτερική εστίαση, ομοδιηγητικός αφηγητής).

Αφηγηματική πορεία: Η ηρωίδα (επειδή ζει  σε μια μεγαλούπολη και νιώθει μοναξιά όπως και η μητέρα της) καταφεύγει στη νοσταλγική αναπόληση των παιχνιδιών με τις φίλες της στην πατρίδα, το νησί της Σύμης. Από εκεί ο νους της οδηγείται στις συντροφικές δουλειές των μανάδων, και, στη συνέχεια, στη μεγάλη κουζίνα του σπιτιού τους, που τη συγκρίνει με την στενάχωρη κουζίνα του διαμερίσματος της Αθήνας. Θυμάται ένα ένα τα πράγματα σε αυτήν και, με αφορμή το νεροχύτη, νοσταλγεί το πολύτιμο και ωραίο νερό της συμιακής στέρνας. 

Αφηγηματικοί τρόποι: Αφήγηση και, κυρίως, περιγραφή.

Εκφραστικά μέσα: Άφθονα σχήματα λόγου.

Τόπος: Το νησί της Σύμης και η Αθήνα.

Χρόνος: Το παρόν της αφηγήτριας (στην Αθήνα) και αναδρομή στο παρελθόν (στη ζωή στη Σύμη).




Τα ΄παλιά παιχνίδια


Πρόσωπα: Η Αστραδενή, ένα αθώο κορίτσι, παρατηρεί τον κόσμο γύρω της με θαυμασμό και επιφύλαξη. Όσα βλέπει και βιώνει στην Αθήνα την κάνουν να νοσταλγεί την πατρίδα της, που, αν και φτωχική, ταυτίζεται στη μνήμη της με την ομορφιά, την ξενοιασιά, τα παιχνίδια με τις φίλες της, τη διαρκή και στενή επαφή με τη φύση, τις αγαθές σχέσεις με τους συντοπίτες. Το αίσθημα της νοσταλγίας κατακλύζει την ψυχή του παιδιού και επηρεάζει αρνητικά την άποψή του για τον τρόπο ζωής στην Αθήνα. Βέβαια, η άποψη αυτή δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα (όπως θα διαπιστώσει όποιος διαβάσει ολόκληρο το μυθιστόρημα).



ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ: «Η ΝΕΑ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ»

Θεματικός άξονας: Αναμνήσεις από τη σχολική ζωή.

Θεματικά κέντρα:

Η συναισθηματική φόρτιση των παιδιών την πρώτη τους μέρα στο σχολείο (χαρά και φόβος).

Τα παλιότερα χρόνια εφαρμόζονταν στην εκπαίδευση αυταρχικά συστήματα που τώρα έχουν ξεπεραστεί.

Όσα χρόνια κι αν περάσουν, πάντα θυμόμαστε τη σχολική μας ζωή, άλλοτε με νοσταλγία και άλλοτε με αποστροφή.

Το παιδί, σε μικρή ηλικία, αναζητά τη συναισθηματική στήριξη και προστασία των δύο γονιών του.



Μορφή:  Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα εκτενούς έργου, το οποίο συνέγραψε ο Ν. Καζαντζάκης σε ώριμη ηλικία. Ο λόγος του χαρακτηρίζεται από μιαν ιδιαίτερη ομορφιά και ευκολία. Χρησιμοποιεί με χαρακτηριστικό τρόπο τα επίθετα αλλά και συγκεκριμένα εκφραστικά μέσα (μεταφορές κυρίως). Με λεπτή ειρωνική διάθεση, ο συγγραφέας αναφέρεται στη δήθεν ¨Νέα Παιδαγωγική¨ του παρελθόντος. Επίσης, ξεκάθαρη προβάλλει και η χιουμοριστική του διάθεση, όταν παρουσιάζει τις συνέπειες της λανθασμένης ταύτισης -στο παιδικό μυαλό του-  της Νέας Παιδαγωγικής με γυναίκα (μια παρανόηση που έδωσε και τον τίτλο στο απόσπασμά μας).

Γλώσσα: Το κείμενο είναι γραμμένο στην κοινή νεοελληνική αλλά περιέχει και πολλές λέξεις που ανήκουν στο τοπικό ιδίωμα της γενέτειράς του, Κρήτης.

Αφηγηματική τεχνική: Ο αφηγητής μιλά σε πρώτο (α΄) πρόσωπο και  το κείμενο έχει αυτοβιογραφικό χαρακτήρα. Επίσης, ο αφηγητής είναι μεγάλος σε ηλικία και αναφέρεται στις εντονότερες αναμνήσεις του  από τα σχολικά χρόνια (αναδρομική αφήγηση.

 


Αφηγηματικοί τρόποι: Αφήγηση, διάλογος και περιγραφή.

Αφηγηματικά μοτίβα: Το μικρό παιδί ξεκινά από το σπίτι, όπου τον ετοίμασε η μητέρα του, για να πάει στο σχολείο πρώτη φορά à Η διαδρομή για το σχολείο συντροφιά με τον πατέρα à Ο πατέρας παραδίδει το παιδί στο δάσκαλο à Ο ηλικιωμένος αφηγητής θυμάται à Ο δάσκαλος της τετάρτης τάξης και η «παιδαγωγική» του μέθοδος.

Τα πρόσωπα:

Το παιδί: Αθώο, αφελές, σαν όλα τα παιδιά, αντλεί ηρεμία και αγάπη από τη μητέρα του ενώ σέβεται και φοβάται τον πατέρα του.

Ο πατέρας: Απόμακρος, αυστηρός, σκληρός, όταν πρόκειται για τη διαπαιδαγώγηση του γιου του, δεν χαϊδεύει ποτέ αλλά, αντίθετα, χτυπά.  Η σχέση του παιδιού με τον πατέρα είναι ανάλογη της εποχής (τέλη του 19ου αιώνα) και σχετίζεται με τον τόπο (Κρήτη) και τα έθιμά του. Οι ιστορικές συγκυρίες (η Κρήτη είναι υπό οθωμανική κυριαρχία και ο πατέρας είναι ένας από τους αρχηγούς του επαναστατικού απελευθερωτικού κινήματος) επηρεάζουν τη στάση του απέναντι στα μέλη της οικογένειάς του.

 Ο δάσκαλος της τετάρτης τάξης: Αν και μορφωμένος σύμφωνα με τις πιο μοντέρνες εκπαιδευτικές τάσεις της εποχής του, εφαρμόζει μια «νέα παιδαγωγική μέθοδο» που συνθλίβει τις ευαίσθητες παιδικές ψυχές (ξύλο, βούρδουλας, απειλές). Θεωρεί τους μαθητές αφελείς (τους ζητά διάφορα τρόφιμα, δήθεν για τις ανάγκες του μαθήματος).

 Ο αφηγητής: Ανατρέχοντας στα περασμένα, ο ηλικιωμένος (άρα έμπειρος και σοφός) αφηγητής στέκει στα χρόνια που φοίτησε στο δημοτικό σχολείο. Θυμάται πρόσωπα και συμπεριφορές που τον σημάδεψαν και, ίσως, χαμογελά πικρά, καθώς σκέφτεται ότι όλα τα σαρώνει στο τέλος ο θάνατος.  

Τετάρτη 4 Μαΐου 2016

ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Β΄ ΤΑΞΗΣ



1. ΙΝΔΙΑΝΟΣ ΣΙΑΤΛ: Ένα παλιό μήνυμα για το σύγχρονο κόσμο
  
ΒΑΣΙΚΗ ΙΔΕΑ: Η αρμονική σχέση του ανθρώπου με τη φύση.
ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ:
Α. Η σύγκρουση κόσμων και πολιτισμών.
Β. Σεβόμαστε το φυσικό περιβάλλον;
Γ.  Ο χαμένος πολιτισμός των Ινδιάνων.
ΘΕΜΑΤΙΚΟΣ ΑΞΟΝΑΣ: Η λέξη «μήνυμα» (που εμφανίζεται και  στον  τίτλο) περιγράφει επακριβώς το κείμενο, του προσδίδει προφητικό χαρακτήρα και δημιουργεί δραματική ένταση.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΤΕΧΝΙΚΗ: Δεν πρόκειται για λογοτεχνικό έργο αλλά για μια αυθεντική επιστολή. Αφηγητής είναι ο ινδιάνος αρχηγός. Αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο. Στον επίλογό του το κείμενο αναφέρεται στο μέλλον (πρόληψη ή πρόδρομη αφήγηση).
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ: Περιγραφή που διακόπτεται  μόνον από ευθείες ερωτήσεις.
ΤΟΠΟΣ: Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
ΧΡΟΝΟΣ: 1855.
ΓΛΩΣΣΑ: Η μετάφραση του Ζ. Λορεντζάτου αποδίδει με επιτυχία τον απλό και αυθεντικό λόγο του δημιουργού, τον έντονο λυρισμό και την εικονοπλαστική του δεινότητα.  Χρησιμοποιούνται πλούσια εκφραστικά μέσα.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΑ ΜΟΤΙΒΑ: Η προσφορά του λευκού αρχηγού >> Πουλιέται η φύση; >> Η πλεονεξία των λευκών >> Η σημασία των ζώων για τους ιθαγενείς >>  Να σεβόμαστε τη γη που  χάρισε σε όλους ο Θεός >>  Ο λευκός άνθρωπος ζει μακριά από τη φύση, που είναι πολύτιμη για τον ιθαγενή >>  Παράκληση να σεβαστούν οι λευκοί τη γη που θα παραλάβουν.
ΓΕΝΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ: Ο συγκινητικός  λόγος του ινδιάνου αρχηγού αποτελεί ύμνο στη φύση και ηχηρό ράπισμα στο πρόσωπο του σύγχρονου ανθρώπου.
Ο «λευκός»  θεωρεί τον ιθαγενή άγριο, απολίτιστο. Δρα με γνώμονα το οικονομικό όφελος και βλέπει τη φύση μόνον σαν πηγή πρώτων υλών για εκμετάλλευση και πλουτισμό.
Ο αρχηγός Σιάτλ, ένας άγριος (αυτός που ζει στους αγρούς), αντιπροσωπεύει τους προκολομβιανούς πολιτισμούς της αμερικανικής ηπείρου, που ήρθαν αντιμέτωποι με τον επεκτατισμό της γερασμένης Ευρώπης (από τον 15ο αιώνα και εξής) και εξοντώθηκαν. Αναγνωρίζει την ισχύ του λευκού ανθρώπου και αποδέχεται την αμετάκλητη μοίρα του κόσμου του: Θα χαθεί, γιατί αποτελεί εμπόδιο στα σχέδια των εισβολέων. Με την επιστολή του, αποκαλύπτει τους δεσμούς των ανθρώπων της φυλής του με τη φύση και συμβουλεύει τους πανίσχυρους  λευκούς να τη σεβαστούν κι εκείνοι.  Μάταια. Η κραυγή του ηχεί τραγικά προφητική μέσα σε έναν κόσμο που εκσυγχρονίζεται χωρίς επιστροφή και οδηγείται στην καταστροφή.  Ποιος την άκουσε;
 
 2. Άλκης Ζέη «Αναμνήσεις της Κωνσταντίνας από τη Γερμανία»

Βασική ιδέα:  Οι δυσκολίες προσαρμογής ενός παιδιού που πηγαίνει να ζήσει σε μιαν άλλη χώρα.
Θεματικά κέντρα:
Α. Όμορφες  στιγμές  της  οικογενειακής  και  της  μαθητικής  ζωής.
Β. Η διαφορετικότητα  και  η  πολυπολιτισμική σύνθεση του γερμανικού  (και όχι μόνον) σχολείου.
Γ. Κοινωνικοποίηση  και προσαρμογή  σε  ξένη  χώρα.
Αφηγηματική τεχνική: Το απόσπασμα προέρχεται από το εκτενές μυθιστόρημα «Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της». Αφηγείται η ίδια η ηρωίδα, σε πρώτο πρόσωπο.  Ο χρόνος της αφήγησης είναι διαφορετικός από το χρόνο της ιστορίας: Η αφηγήτρια, όταν γράφει είναι δεκατριών χρονών (Ο χρόνος της αφήγησης). Σε όλο το υπόλοιπο απόσπασμα θυμάται και αφηγείται περασμένα γεγονότα (αναδρομική αφήγηση - ο χρόνος της ιστορίας).  Εξαιρείται μόνον η εισαγωγική παράγραφος στην οποία καταγράφει  τα συναισθήματα και το αδιέξοδο του παρόντος της. Χρησιμοποιεί αόριστο και παρατατικό. Στιγμές στιγμές η αφήγηση χαλαρώνει και η ηρωδα -αφηγήτρια βυθίζεται νοσταλγικά στο παρελθόν και ξαναγίνεται εξάχρονο παιδί. Τότε χρησιμοποιεί ενεστώτα. Η αφήγηση διακόπτεται από σπαράγματα διαλόγων που παρατίθενται μέσα σε εισαγωγικά και προσδίδουν περισσότερη ζωντάνια και ενδιαφέρον στο κείμενο.
 Γλώσσα: Απλή, καθημερινή, με παιδικό ηχόχρωμα, χωρίς σύνθετο λεξιλόγιο.
Τόπος: Παρόν: Η Αθήνα. Παρελθόν: Η πόλη Άαχεν της Γερμανίας.
Χρόνος: Απροσδιόριστος. Με βάση τα βιώματα της φάρμουρ, η ιστορία εκτυλίσσεται τη δεκαετία ’70 - ’80.
Εκφραστικά μέσα: Προσωποποιήσεις, μεταφορές.
Αφηγηματικά μοτίβα: Η Κωνσταντίνα σε αδιέξοδο > Το αγαπημένο δωμάτιο  και το κρεβάτι >  Βόλτα στην Άννα-στράσσε με τον πατέρα  > Η πρώτη μέρα στο σχολείο [Ο διευθυντής > Στην τάξη ] > Η μαμά [Η καλύτερη δασκάλα > Τα παιδικά χρόνια της μαμάς > Ο γάμος παρά τη θέληση της γιαγιάς] > Το γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα > Οι συμμαθητές.
Πρόσωπα:  
Η Κωνσταντίνα: Η αφηγήτρια, κλεισμένη στο δωμάτιό της, έφηβη πια και ξενιτεμένη για δεύτερη φορά, ανατρέχει, γεμάτη έντονα συναισθήματα, στον πρώτο χρόνο της επτάχρονης παραμονής της στη Γερμανία. Οι δυσκολίες και οι ανασφάλειες του παρελθόντος προβάλλονται στην οθόνη του μυαλού της αμβλυμένες. Επειδή αισθάνεται να την πνίγει το παρόν, ανατρέχει στο παρελθόν, που δεν την πονάει πια αλλά αντίθετα αποτελεί γλυκιά (εξωραϊσμένη) ανάμνηση. Έχει υπάρξει ξανά ξένη. Μα κατάφερε να ενσωματωθεί στη σχολική και κοινωνική πραγματικότητα του Άαχεν και να ζήσει εκεί χρόνια ευτυχισμένα, που δεν θα ξανάρθουν. Ανήμπορη να ξεκινήσει για άλλη μια φορά απ’ το μηδέν, αφήνεται  σε μια νοσταλγική αναπόληση που την ανακουφίζει. Θυμάται τον καιρό που και οι δυο γονείς της της κρατούσαν το χέρι και εκείνη, με αυτούς για στήριγμα, πάλευε για να χτίσει την καινούρια της ζωή στην ξένη χώρα.  Όμως τα όσα μας αφηγείται μαρτυρούν πως  είναι φύση αισιόδοξη, με αγάπη για τους γύρω, έξυπνη, αγωνιστική, με χιούμορ. Αισθάνεται περηφάνια και θαυμασμό για τη μητέρα της. Αντιλαμβάνεται τις εμμονές και τις  αντιλήψεις της γιαγιάς της ως ξεπερασμένες ιδέες και αρνείται να υιοθετήσει την εμπάθειά της.
Η μητέρα: Μια μαμά αναντικατάστατη, που η κόρη της λατρεύει και θαυμάζει, καθώς  βλέπει πόσο την αγαπούν οι  μαθητές της  και πόσο την εκτιμά ο διευθυντής της. Η προσωπικότητά της και οι απόψεις της επηρεάζουν πολύ τη μικρή Κωνσταντίνα. Σαν παιδί, μετοίκησε κι εκείνη επανειλημμένα και άλλαξε πολλά σχολεία.
Η Φάρμουρ: Μια γιαγιά που φαίνεται σκληρή και στενόμυαλη. Κουβαλάει, όμως, βιώματα και αναμνήσεις από μιαν εποχή που σημάδεψε ανεξίτηλα όλους τους Έλληνες της γενιάς της, την εποχή του Εμφυλίου. Ο άνδρας της εξορίστηκε, η πατρίδα μας χωρίστηκε σε  δυο, αγεφύρωτα γι’ αυτήν, κομμάτια. Αυτά τα βιώματα καθορίζουν την κοσμοθεωρία της.



3. «Ξενιτεμένο μου πουλί»    Δημοτικό τραγούδι

Τριώ μερώνε νιόνυφη κι άντρας της πάει στα ξένα.    
Δώδεκα χρόνους έκαμε στης ξενιτιάς τα μέρη. 
Κι η δόλια μοιριολόγαε, πικρά μοιριολογάει…       

Θέμα: Ο καημός του ξενιτεμού αγαπημένων προσώπων.   
Θεματικοί άξονες:  Η αποδημία και η μετανάστευση σημάδεψαν καθοριστικά τη μοίρα των Ελλήνων. 
Ο χωρισμός από τα οικεία πρόσωπα μας κάνει πολύ δυστυχισμένους.    
Ο ξενιτεμένος ζει με στερήσεις προσπαθώντας να εξοικονομήσει χρήματα για να τα στείλει στους αγαπημένους του και νοσταλγεί πάντα την πατρίδα.                                                                                Η ζωή και αυτού που μένει πίσω είναι δύσκολη και γεμάτη πίκρα.
Τεχνικές δημοτικών τραγουδιών: 
Μέτρο: ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο.
 υ       υ     υ         υ    /   υ      υ     υ      υ  
Ξενί    τεμέ   νομού   πουλί  / καιπά  ραπό   νεμέ   νο
 Ο στίχος είναι ανομοιοκατάληκτος και χωρίζεται σε δύο ημιστίχια (π.χ.: Τι να σου στείλω, ξένε μου,/ τι να σου προβοδίσω;)                      
 Άστοχα ερωτήματα: Ερωτήσεις που δεν θα απαντηθούν αλλά με την υποβολή τους το τραγούδι κερδίζει ζωντάνια, δραματικότητα, αμεσότητα και γοργό ρυθμό.                                         
 Σχήμα αντίθεσης (θέση: «να στείλω» / άρση: «σέπεται» κ.λπ.) και σχήμα επανάληψης («να στείλω», «αν στείλω» κ.λπ.) στην πρώτη ενότητα.
Γλώσσα: Απλή δημοτική με ιδιωματικά στοιχεία (π.χ.: προβοδίσω, ξερωγιάζεται, κ.λ.π.). Η εκφραστική λιτότητα των δημοτικών τραγουδιών είναι μοναδική. Ο λόγος είναι περιεκτικός και απουσιάζει ο διασκελισμός (όχι μόνον κάθε στίχος αλλά ακόμα και κάθε ημιστίχιο έχει ολοκληρωμένο νόημα). Χρησιμοποιούνται  ελάχιστα επίθετα, ενώ  κυριαρχούν οι ρηματικοί τύποι.
Αφηγηματικά  μοτίβα: Η γυναίκα αδυνατεί να προσφέρει δείγματα αγάπης στον αγαπημένο της, λόγω της μεγάλης απόστασης που τους χωρίζει και της μεγάλης θλίψης της  >   Η συναισθηματική κατάσταση της γυναίκας που μένει πίσω και στερείται τις απλές χαρές της ζωής, που θα της πρόσφερε η παρουσία του άνδρα της.
Για τη γυναίκα:
Ο πόνος της είναι βουβός και –περήφανη- τον κρατά  κλεισμένο  μέσα στο σπίτι. Αυτό που την πονά περισσότερο είναι το γεγονός ότι στα χρόνια που κανονικά θα γεννούσε και θα ανέτρεφε τα παιδιά της, μαραζώνει ζώντας μακριά από το σύζυγό της.



4. Από το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ

Βασική ιδέα:  Οι σκέψεις και οι προβληματισμοί μιας έφηβης για τη σχέση της  με τους γονείς  και την αδερφή της.
Θεματικά κέντρα:
Α. Οι έφηβοι ζητούν κατανόηση, συμπαράσταση και συναισθηματική στήριξη από τους γονείς τους.
Β. Ανταγωνιστικές σχέσεις ανάμεσα στα αδέλφια.
Γ. Ο άνθρωπος, όταν μένει μόνος στον κόσμο, αναπτύσσει δυνάμεις και αντιστέκεται στις δυσκολίες.
Δ. Οι εκάστοτε κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες επηρεάζουν τον ψυχισμό των ανθρώπων.
Ε.  Ημερολόγιο: Συνομιλία του εφήβου με τον εαυτό του.
Αφηγηματική τεχνική: Το απόσπασμα προέρχεται από το ημερολόγιο ενός κοριτσιού, που, όταν το έγραφε, πίστευε ότι δεν θα το διαβάσει κανείς. Έχει αυτοβιογραφικό χαρακτήρα και είναι, ουσιαστικά, η προσωπική μαρτυρία της ηρωίδας. Η Άννα Φρανκ, αν προλάβαινε να μεγαλώσει, πιθανότατα να γινόταν καλή συγγραφέας, όπως ονειρευόταν. Αφηγείται η ίδια, σε πρώτο πρόσωπο, τα γεγονότα και καταγράφει τις σκέψεις και τα συναισθήματά της, απευθυνόμενη σε μία φανταστική φίλη, έναν πλαστό συνομιλητή, την Κίτυ. Από την καταγραφή απουσιάζουν οι διάλογοι. Καταγράφονται σπαράγματα ενός μόνον διαλόγου (του καυγά για το βιβλίο).
Γλώσσα: Απλή, καθημερινή.  Η Άννα, πολύ ώριμη για την ηλικία της, καταγράφει με  σαφήνεια και πλούσιο λεξιλόγιο τους προβληματισμούς της και καταφέρνει να αποτυπώσει με μοναδικό τρόπο τις ψυχολογκές διακυμάνσεις και αναζητήσεις της. Είναι αδύνατο να μην αγγίξει κάθε αναγνώστη με τη μελαγχολία, την ευαισθησία, τη στοχαστική διάθεση και την οξυδέρκειά της. Έγραψε στα ολλανδικά.
Χρόνος: Η αφήγηση είναι αναδρομική – αναμενόμενο, αφού πρόκειται για ημερολόγιο-. Η Άννα περιγράφει ένα γεγονός που συνέβη την προηγούμενη ημέρα (χρησιμοποιεί αόριστο). Στη συνέχεια, με αφορμή αυτό, αναλύει την εν γένει συμπεριφορά των γονιών της προς αυτήν (με  χρήση ενεστώτα, αν και αναφέρεται στην στάση που τηρούν εδώ και πολύν καιρό). Άρα  ο χρόνος της αφηγήτριας είναι διαφορετικός από το χρόνο των γεγονότων.
Τόπος: Ένα κρησφύγετο στο κατεχόμενο από τους Γερμανούς Άμστερνταμ της Ολλανδίας.
Αφηγηματικά μοτίβα: Το επεισόδιο με το βιβλίο > Η ιδιαίτερη σχέση μητέρας κι αδελφής > Προβλήματα στη σχέση με τον πατέρα > Η κακή σχέση της Άννας με τη μητέρα της > Σκέψεις ενός μοναχικού κοριτσιού.
Πρόσωπα:  Ζουν έγκλειστοι στο «Παράσπιτο», κάτω από μια διαρκή θανάσιμη απειλή. Έπεσαν, τελικά, θύματα της πιο παράλογης θηριωδίας του εικοστού αιώνα, της γενοκτονίας των Εβραίων από τους Γερμανούς.
Η Άννα: Βρίσκεται στο μεταίχμιο προς την εφηβεία. Πανέξυπνη, ευαίσθητη, με μια  ασυνήθιστη, για την ηλικία της, ωριμότητα που, μάλλον, αυξάνει τη δυστυχία της. Το ημερολόγιο μαρτυρεί τις συχνές ψυχολογικές μεταπτώσεις  της. Στο απόσπασμα είναι ολοφάνερο ότι ζητά –και δε βρίσκει- συναισθηματική στήριξη  στους δικούς της ανθρώπους. Έτσι, αποξενωμένη, εξομολογείται τις σκέψεις και τις αγωνίες της στην Κίτυ, το μόνο πρόσωπο που την αποδέχεται χωρίς να την επικρίνει – αφού είναι φανταστικό και όχι πραγματικό-.
Ο πατέρας: Πιο ανεκτικός και διαλλακτικός από τη μητέρα, φαίνεται να συνδέεται με την κόρη του με μια σχέση τρυφερή που, όμως, δοκιμάζεται από τις δύσκολες συνθήκες.
Η μητέρα: Οι πρωτόγνωρες συνθήκες υπό τις οποίες αναγκάζεται να συμβιώσει με ξένους και να φροντίσει την οικογένειά της επηρεάζουν την αντοχή και τις αντιδράσεις της. Έτσι, συχνά ξεσπά στο μικρότερο παιδί της, την Άννα, και την αποπαίρνει, την υποβιβάζει, την πληγώνει.

5. Γ. ΜΑΓΚΛΗ «Γιατί;»

Βασική ιδέα: Ο παραλογισμός του πολέμου.
Θεματικά κέντρα:                                                                                                                                         Α. Πόλεμος και απάνθρωπη βία                                                                                                              Β. Θύτες και θύματα, νικητές και ηττημένοι                                                                                                Γ. Ειρήνη και ανθρωπισμός vs πόλεμος και θηριωδία
Αφηγηματική τεχνική: Ο αφηγητής αφηγείται σε τρίτο πρόσωπο και είναι παντογνώστης όταν, ακολουθώντας τη σκέψη του βασικού ήρωα, μεταφράζει υποθετικά τα λόγια του αντιπάλου («...Τάχατες ήθελε να πει:»). Η εστίαση είναι μηδενική στα σημεία που διεισδύει στη σκέψη του (π.χ. «Του νέου στρατιώτη του φάνηκε σαν να τόνε ρωτούσε:», «στο μυαλό του τώρα καρφώθηκε μια σκέψη:», κ.λ.π.). Αντίθετα, η εστίαση είναι εξωτερική όταν ο αφηγητής αναφέρεται στον άλλο στρατιώτη.
Στο διήγημα δεν υπάρχουν διάλογοι. Ο νέος στρατιώτης μιλά μόνος του ή απευθύνεται στο βαριά τραυματισμένο εχθρό. Μέσα σε εισαγωγικά κλείνεται η πιθανή ερμηνεία-μετάφραση των λόγων του αλλοεθνή στρατιώτη και το μήνυμα που εκπέμπει το βλέμμα του, μετά το θανάσιμο τραυματισμό του.
Εκφραστικά μέσα: Λόγος άλλοτε λυρικός και άλλοτε δραματικός, φορτισμένος συναισθηματικά, γεμάτος μεταφορές. Αποδίδει με σπαρακτικό τρόπο την ψυχική κατάσταση του θύτη. Η επαναλαμβανόμενη προσφώνηση «αδερφέ μου» συγκινεί τον αναγνώστη.
Γλώσσα: Απλή δημοτική. Το κυριότερο χαρακτηριστικό της είναι οι ιδιωματισμοί που προέρχονται από τον τόπο καταγωγής  του συγγραφέα (Κάλυμνος).
Χρόνος, τόπος, εθνικότητα ηρώων, ιστορικό γεγονός: Δεν ορίζονται. Η αοριστία αυτή υπηρετεί την πρόθεση του συγγραφέα να παρουσιάσει το θέμα του πολέμου γενικά, και όχι έναν συγκεκριμένο. Έτσι περιγράφει, ουσιαστικά, και αποκηρύσσει όλους τους πολέμους που γίνονται πάνω στη γη, την κτηνωδία τους,  χωρίς να ονομάζει κακούς και καλούς αντιπάλους, δίκαιους και άδικους σκοπούς.
Πρόσωπα: Είναι γενικοί χαρακτήρες που αντιπροσωπεύουν τους πολεμιστές - αντιπάλους που στέκουν απέναντι σε κάθε πόλεμο και κινδυνεύουν να ξεχάσουν πως είναι άνθρωποι.
Ο νέος στρατιώτης: Κουρασμένος από τις μάχες, νοσταλγεί τα αγαπημένα πρόσωπα και την ειρηνική ζωή. Εκπαιδεύτηκε να σκοτώνει χωρίς οίκτο, χωρίς να σκέφτεται. Σπάνια συνέρχεται και ξαναγίνεται άνθρωπος, με αισθήματα, συνείδηση και αυτονομία.
 Η καταλυτική δύναμη του νερού. Το νερό λειτουργεί ως πόλος έλξης για τους κατάκοπους στρατιώτες. Η επαφή με αυτό επιδρά καταλυτικά στον ψυχισμό του ήρωα, ενεργοποιεί μέσα του διεργασίες και συλλογισμούς που παρέμεναν, όσο διαρκούσε ο πόλεμος, ανενεργά.

6. ΓΙΑ ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΚΟΙΜΑΤΑΙ
   Δήμητρας Χριστοδούλου

ΒΑΣΙΚΗ ΙΔΕΑ: Οι σκληρές συνθήκες ζωής και ο καθημερινός αγώνας  που δίνει ένας μικρός μετανάστης για να επιβιώσει.
ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ:
Α. Ο  καθημερινός αγώνας για επιβίωση.
Β. Η ξενιτιά, η ορφάνια και η κοινωνική περιθωριοποίηση του μικρού παιδιού.    
Γ.  Μια εικόνα της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας: Ένα παιδί ζητιανεύει στα φανάρια.
Δ.Η παιδική αθωότητα απέναντι στη σκληρή πραγματικότητα.
Ε. Η οικονομική εκμετάλλευση ασθενών κοινωνικών ομάδων, όπως οι ανήλικοι και οι μετανάστες.
ΣΤ. Ο ξένος ανάμεσά μας.
ΜΕΤΡΙΚΗ: Μοντέρνα ποίηση. Ανομοιοκατάληκτος ελεύθερος στίχος (χωρίς μέτρο και ρυθμό).
ΤΟΠΟΣ: Κάποια πόλη στην Ελλάδα. Λεωφόρος και εργοστάσιο.
ΧΡΟΝΟΣ: Μετά το 1990. Ο χρόνος της ιστορίας είναι το παρόν. Στη δεύτερη ενότητα γίνεται αναδρομή στο παρελθόν συγκριτικά, όμως, με το παρόν.
ΓΛΩΣΣΑ: Απλή αλλά χαρακτηριστική: Η ποιήτρια αξιοποιώντας το επίθετο και την περιγραφή παρουσιάζει το βίο και το ταξίδι της ψυχής ενός παιδιού και καταφέρνει να μας συνεπάρει. Οι λέξεις επιλέγονται με ακρίβεια από το μεγάλο καλάθι της ελληνικής γλώσσας, άλλοτε για να μας γλυκάνουν και άλλοτε για να μας πονέσουν. Τα εκφραστικά μέσα του ποιητικού λόγου (μεταφορές, προσωποποιήσεις, εικόνες) αξιοποιούνται με τον καλύτερο τρόπο.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ: Το κουρασμένο παιδί κοιμάται >> Μνήμη που συγκρίνεται με την  πραγματικότητα (οι σκέψεις του παιδιού).
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΤΕΧΝΙΚΗ: Ο αφηγητής είναι έξω από την ιστορία (εξωκειμενικό πρόσωπο). Αφηγείται σε τρίτο πρόσωπο τα γεγονότα αλλά εισχωρεί και μέσα στο μυαλό του ήρωα (παντογνώστης).
Ο ΗΡΩΑΣ: Ένας μικρός μετανάστης καταφεύγει κάθε βράδυ σε ένα εργοστάσιο για να κοιμηθεί κοντά στις μηχανές που δουλεύουν αδιάκοπα  και τον ζεσταίνουν. Όλη μέρα σκουπίζει τζάμια αυτοκινήτων στα φανάρια των δρόμων. Καθισμένος στη γωνιά του, στο εργοστάσιο, θυμάται με δυσκολία την πατρίδα του, το χάδι της μητέρας και τον αποχωρισμό τους, τα γεμάτα θαυμασμό για την Ελλάδα λόγια του δασκάλου του, τα ελληνικά του, που ηχούσαν ωραία στα αυτιά του, αντίθετα από αυτά που ακούει από τους περαστικούς, στα φανάρια των ελληνικών δρόμων. Ξεριζωμένος από τον τόπο και τους οικείους του, χωρίς καμιά συναισθηματική κάλυψη και στερημένος από όλα, παλεύει καθημερινά ολομόναχος να επιβιώσει. Κυριαρχείται από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και κερδίζει, με τον ιδρώτα του, τον ταπεινό επιούσιο και το ποσό που πρέπει να πληρώνει για το βραδινό ύπνο μέσα στο εργοστάσιο.
Το παιδί δε νοσταλγεί, μόνον θυμάται. Μετανάστευσε, όπως και ο αδελφός του, για να ξεφύγει από καταστάσεις φοβερές που δεν θέλει να ξαναζήσει.
ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ: Ο τίτλος, εντελώς παραπειστικά, μας προϊδεάζει για ένα τρυφερό ποίημα (νανούρισμα;) αλλά, όπως διαπιστώνουμε στη συνέχεια, είναι απόλυτα ακριβής: Στίχοι, που συντροφεύουν, με τον ήχο τους, τον ανήσυχο ύπνο ενός παιδιού, που κοιμάται σε μια γωνιά, μέσα σε ένα εργοστάσιο).
Αφορμή για τη σύγκριση του παρόντος με το παρελθόν αποτελεί η ελληνική γλώσσα, που με πολύν ενθουσιασμό χρησιμοποιούσε ο με ελληνικές ρίζες δάσκαλος στην πατρίδα του. Γλώσσα που αισθανόταν διαφορετικά τότε το μικρό παιδί και διαφορετικά τώρα. Το όνειρο της μητέρας Ελλάδας, η προοπτική μιας χώρας ηρωικής και φιλόξενης, όπως γεννήθηκαν στο μυαλό του παιδιού, με βάση τα σχολικά ακούσματα, συντρίβονται καθημερινά από τη σκληρή πραγματικότητα, που συνάντησε ερχόμενο στην Ελλάδα. Τώρα ο μικρός βιοπαλαιστής βιώνει την περιφρόνηση, την αποξένωση και την περιθωριοποίηση.
Ερωτήσεις: 1. Τι αισθάνεται το παιδί ζώντας υπ΄ αυτές τις συνθήκες στην Ελλάδα;
        2. Ποιες καταστάσεις αντιμετωπίζει το παιδί δουλεύοντας στα φανάρια;

7.  «Ένας αριθμός» ANTON ΤΣΕΧΩΦ  (1860-1904)    μετάφραση: Κώστας Σιμόπουλος

Βασική ιδέα: Μια δασκάλα που δεν αντιδρά, όταν ο εργοδότης της δείχνει να την εκμεταλλεύεται με το χειρότερο τρόπο. Πρόκειται, όμως για φάρσα του εργοδότη.
 Θεματικά κέντρα:
Α. Οι  άβουλοι άνθρωποι πάντα πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης.
Β. Η ανθρώπινη κοινωνία είναι άκρως ανταγωνιστική: δε συγχωρεί τη δειλία, απαιτεί από τα μέλη της να είναι αποφασιστικά, δυναμικά, θαρραλέα, διεκδικητικά, πάντα ετοιμοπόλεμα. Ο άνθρωπος πρέπει να προασπίζει τα συμφέροντά του και να διεκδικεί αυτά που δικαιούται.
Γ. Υπάρχουν πάντα παρήγορα παραδείγματα ανθρώπων με ήθος, που αποστρέφονται την αδικία.
Δ. Τα παλιότερα χρόνια οι γυναίκες αντιμετωπίζονταν ως αδύνατα και άρα κατώτερα πλάσματα.
Αφηγηματική τεχνική: Αφηγητής είναι ο εργοδότης της ηρωίδας (εσωκειμενικός), δηλαδή το ένα από τα δύο πρόσωπα που εμφανίζονται στο αφήγημα. Αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο τη συνάντησή του με τη δασκάλα των παιδιών του. Παρατηρεί και καταγράφει τις αντιδράσεις της κατά τη διάρκεια της συζήτησής τους, αλλά δεν διεισδύει στην ψυχή της (δεν είναι παντογνώστης).
Στο κείμενο κυριαρχεί ο διάλογος, που προσδίδει σε αυτό χαρακτήρα θεατρικού λόγου. Η αμεσότητα, η απλότητα, η ζωντάνια και ο γοργός ρυθμός κυριαρχούν. Σαν να παρακολουθούμε ένα θεατρικό μονόπρακτο. Ελάχιστα είναι τα αφηγηματικά μέρη στο κείμενο, το ίδιο και οι περιγραφές, που είναι εξαιρετικά σύντομες. Ο αφηγητής προβαίνει σε ελάχιστα προσωπικά σχόλια («Κακόμοιρο κορίτσι!»).
Εκφραστικά μέσα: Μεταφορές, υπερβολές, μία παρομοίωση, επαναλήψεις («το ΄χω σημειώσει»).
Γλώσσα: Απλή, καθημερινή.
Χρόνος: Ο χρόνος των γεγονότων είναι διαφορετικός από το χρόνο του αφηγητή, γιατί έχουμε αναδρομική αφήγηση («Τις προάλλες φώναξα ...»).  
Τόπος: Η ιστορία εκτυλίσσεται σε ένα μεγαλοαστικό ή ίσως αρχοντικό σπίτι.
Πρόσωπα:
Η Ιουλία: Δασκάλα με άβουλο χαρακτήρα (σχεδόν βουβό πρόσωπο στη σκηνή), μόνιμο θύμα οικονομικής εκμετάλλευσης, αποδέχεται σιωπηρά κάθε αδικία σε βάρος της. Δεν είναι χειραφετημένη γυναίκα, δεν υψώνει το ανάστημά της, όπως ίσως θα μπορούσε, για να υπερασπιστεί το δίκιο της, αλλά υποφέρει διαιωνίζοντας μια ψυχοφθόρα κατάσταση. Φαίνεται να μην υπάρχει ελπίδα ριζικής αλλαγής του χαρακτήρα της. Η παθητική συμπεριφορά και η δειλία της μας εξοργίζουν.
Ο εργοδότης- αφηγητής: Ένας έξυπνος και δίκαιος άρχοντας ή μεγαλοαστός. Το ήθος του είναι υποδειγματικό. Δεν αγαπά την αδικία και δεν την επιτρέπει. Έχει ανοιχτό, προοδευτικό, για την εποχή του, μυαλό. Νοιάζεται για τους ανθρώπους που εργάζονται στο σπίτι του και αφιερώνει σε αυτούς χρόνο προκειμένου να τους υποδείξει το καλό τους. Μπαίνει, μάλιστα, στη διαδικασία να στήσει μια ολόκληρη σκηνή και να ετοιμάσει τα λόγια που, όπως ελπίζει, θα αφυπνίσουν την άβουλη δασκάλα. Στην αρχή με εκφοβισμό, κι έπειτα αιφνιδιάζοντάς την, ασκεί  ψυχολογική πίεση και προσπαθεί, σαν καλός θεατρίνος, να διορθώσει τη συμπεριφορά της δασκάλας. Τη φέρνει αντιμέτωπη με τις καταστροφικές συνέπειες που έχει και θα έχει αυτή η στάση για τη ζωή της. Στο τέλος της ιστορίας αποκαλύπτεται η διδακτική του πρόθεση και κερδίζει εύλογα τη συμπάθειά μας. 

8. Γ. ΙΩΑΝΝΟΥ «Νά ‘σαι καλά, δάσκαλε!»

Βασική ιδέα: Οι μαθητές ενός επαρχιακού γυμνασίου μελετούν τη λαϊκή τους παράδοση χάρη στο ιδιαίτερο ενδιαφέρον ενός καθηγητή τους.
Θεματικά κέντρα:
Α. Η λαϊκή παράδοση ("Τα άγια των αγίων", κατά το συγγραφέα) δεν έχει θέση στις σύγχρονες κοινωνίες. Τα παιδιά που μεγαλώνουν στις πόλεις δε γνωρίζουν σχεδόν τίποτε για αυτήν και, όταν έρχονται σε επαφή με κάποιες μορφές της, συχνά την  περιφρονούν.
Γ. Οι εναλλακτικές μέθοδοι σχολικής διδασκαλίας  ελκύουν περισσότερο τους μαθητές.
Δ.  Οι πονηριές των μαθητών.
Ε.  Αναζητούμε τις ρίζες μας.
 Αφηγηματική τεχνική: Ο αφηγητής, που είναι ένα πλαστό πρόσωπο, καταγράφει αναμνήσεις από τα γυμνασιακά του χρόνια σε πρώτο πρόσωπο. Η αφήγηση έχει χαρακτήρα αυτοβιογραφικό, και, σε πολλά σημεία, μοιάζει με προσωπική εξομολόγηση. Απευθύνεται σε οποιονδήποτε δυνητικό αναγνώστη («φίλε μου»). Στο τέλος του διηγήματος μιλά ένας εξωκειμενικός –ώριμος σε ηλικία και γνώση- αφηγητής και στρέφεται νοερά προς το δάσκαλο («Δεν είναι μυστήριο δάσκαλε»). Μας παραπέμπει στο συγγραφέα, που, καθώς ολοκληρώνει το διήγημά του, καταθέτει ένα ελάχιστο σχόλιο.
Οι διάλογοι, που παρατίθενται μέσα σε εισαγωγικά, είναι λίγοι αλλά χαρακτηριστικοί. Παρεμβάλλονται στην αφήγηση και διατηρούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη (προφορικότητα της αφήγησης).
Εκφραστικά μέσα: Μεταφορές, προσωποποιήσεις, παρομοιώσεις, αντιθέσεις (πόλη – ύπαιθρος, συνεργατική/μαθητοκεντρική διδασκαλία – παραδοσιακή διδασκαλία, κ.λ.π.).
Γλώσσα: Απλή, καθημερινή. Διακρίνεται ένας αδιόρατα μελαγχολικός και ειρωνικός τόνος και στοχαστική διάθεση (μόνιμα χαρακτηριστικά της γραφής του Ιωάννου).
Χρόνος: Ο νεαρός αφηγητής περιγράφει γεγονότα που συνέβησαν δύο χρόνια πριν (αναδρομική αφήγηση). Στην κατακλείδα του κειμένου, όμως, εμφανίζεται ένας ακόμη αφηγητής, που «υπάρχει» αρκετά χρόνια μετά από το παρόν του πρώτου αφηγητή.
Τόπος: Μια επαρχιακή πόλη ή κωμόπολη (ύπαιθρος και σχολείο).
Αφηγηματικά μοτίβα: Έρχεται ο καινούριος φιλόλογος > Οι μαθητές, στις εκδρομές,  μιλούν για τις παραδόσεις του τόπου τους > Η γεμάτη ενθουσιασμό μελέτη των δημοτικών τραγουδιών μέσα στην τάξη  > Η μεγάλη εργασία για τη λαϊκή παράδοση > Η αντιγραφή  του αφηγητή > Ο συμμαθητής δεν κατανοεί τη λαϊκή παράδοση  >Μια πικρή διαπίστωση.
Ο συγγραφέας: Εργάστηκε ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση πολλά χρόνια και συνέλεξε και εξέδωσε δημοτικά τραγούδια και λαϊκά παραμύθια.
Πρόσωπα:
Ο φιλόλογος: Καθηγητής με ανοιχτό μυαλό, με ιδιαίτερη αγάπη για τη λαϊκή παράδοση. Καταφέρνει να εμφυσήσει και στους μαθητές του το αίσθημα αυτό, φέρνοντάς τους έτσι κοντά στις ρίζες τους και στον κόσμο των παππούδων τους. Εμψυχώνει, παρασέρνει και ενθουσιάζει τους μαθητές του, οδηγώντας τους σε καινούρια γνώση και στην κοινωνικοποίησή τους. Ασυμβίβαστος, όταν πρόκειται για τις αξίες που πρεσβεύει. Διακριτικός, όταν χειρίζεται λεπτά ζητήματα μέσα στην τάξη.
Ο αφηγητής: Μαθητής φιλότιμος μεν (προσπαθεί να μην απογοητεύσει τον καθηγητή του και να μη μείνει έξω από καμιά δραστηριότητα των συμμαθητών του) αλλά απρόθυμος να  ενσωματωθεί στο κοινωνικό πλαίσιο (δεν ρωτά τους εντόπιους για να συλλέξει υλικό για την εργασία, όπως κανονικά θα έπρεπε), μια και φαίνεται να θεωρεί την παραμονή του στον τόπο προσωρινή. Ενδιαφέρεται πολύ για τη λαϊκή παράδοση.
Ο συμμαθητής: Ένα παιδί της πόλης που αγνοεί το λαϊκό πολιτισμό.

9. Αντουάν Ντε Σαιντ- Εξυπερύ: Ο μικρός πρίγκιπας και η αλεπού

Βασική ιδέα:  Η αξία της φιλίας και των ανθρώπινων σχέσεων.
Θεματικά κέντρα:
Α. Η σημασία της προσωπικής επαφής με τους ανθρώπους και τα πράγματα.
Β.Το «ημέρωμα»: η καλλιέργεια μιας συναισθηματικής σχέσης.
Γ.Η κοινωνικοποίηση και η συναισθηματική ωρίμανση του παιδιού.
Δ.Οι συμβολισμοί που κρύβονται πίσω από τους αφηγηματικούς- παραμυθικούς ρόλους.               Ε.Παραμυθικά στοιχεία: Ζώα και φυτά που μιλούν  γλώσσα κατανοητή στους ανθρώπους  -ανιμισμός-, αόριστος χρόνος και τόπος, ανώνυμοι ήρωες (μόνο με τις ιδιότητές τους), εξωπραγματικό στοιχείο (μικρά ηφαίστεια, πλανήτης).   
Αφηγηματική τεχνική: Το απόσπασμα προέρχεται από το ομώνυμο συμβολικό παραμύθι. Η αφήγηση γίνεται –στο απόσπασμα- σε τρίτο πρόσωπο από έναν παντογνώστη αφηγητή. Στην πρώτη ενότητα ο αφηγητής διεισδύει στο μυαλό του ήρωα και καταγράφει τον εσωτερικό του μονόλογο. Στο μεγαλύτερο μέρος, όμως, του αποσπάσματος, κυριαρχεί ο καθαρός διάλογος, (απουσία σχολίων και διευκρινίσεων) που προσδίδει, όπως πάντα, ζωντάνια και παραστατικότητα στο κείμενο.
Γλώσσα: Απλή, καθημερινή, με πολλές ομοιότητες με τη γλώσσα των παραμυθιών. Ο συγγραφέας καταφέρνει με απλό τρόπο και ύφος προσαρμοσμένο σε μικρούς αναγνώστες να περάσει σημαντικότατα διδάγματα και ιδέες, να αναλύσει μονάδικά την ανθρώπινη ψυχή. Η συμβολική γλώσσα, που χρησιμοποιείται με περισσή ακρίβεια και φειδώ, μας αφήνει μαγεμένους («... -Κέρδισα, είπε η αλεπού, γιατί μου μένει το χρώμα του σταριού...»). Ο αφηγητής ιστορεί σε παρελθοντικούς χρόνους ενώ στους διαλόγους χρησιμοποιείται ενεστώτας. 
Χρόνος: Η ιστορία δεν μπορεί να τοποθετηθεί σε πραγματικό χρόνο. Η δράση εκτείνεται σε βάθος χρόνου (από την πρώτη συνάντηση με τα τριαντάφυλλα μέχρι την τελευταία μεσολαβεί αρκετός καιρός). Ο χρόνος σε άλλα σημεία επιβραδύνεται (στους διαλόγους) και σε αλλά συμπυκνώνεται («...Έτσι ο μικρός πρίγκιπας ημέρωσε την αλεπού...».
Τόπος: Απροσδιόριστος. Κάπου πέρα από την έρημο Σαχάρα.
Αφηγηματικά μοτίβα: Στον τριανταφυλλόκηπο > Ο μικρός πρίγκιπας συναντά και ημερώνει την αλεπού. > Πλησιάζει η ώρα του χωρισμού > Στον τριανταφυλλόκηπο ξανά > Αποχαιρετισμός με ένα μυστικό.
Πρόσωπα:  
Ο πρίγκιπας: Είναι «μικρός» σε ηλικία και εμπειρίες αλλά και ανήσυχο πνεύμα. Δοκιμάζει το άγνωστο, αναζητά την αλήθεια, μαθαίνει να αγαπά, ωριμάζει. 
Η αλεπού:.Ένας αυτόκλητος σοφός δάσκαλος για τον άμαθο πρίγκιπα. Κατέχει τις θεμελιώδεις αρχές πάνω στις οποίες θα έπρεπε όλοι να χτίζουμε τις σχέσεις μας.
Τα τριαντάφυλλα: Δεν αποτελούν ολοκληρωμένη οντότητα στο κείμενο αλλά η παρουσία τους  αποκαλύπτει στον ήρωα κάποιες πολύ σημαντικές αλήθειες.