Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2016

ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Α΄ΤΑΞΗΣ 2022




«ΤΟ ΠΙΟ ΓΛΥΚΟ ΨΩΜΙ»   Λαϊκό παραμύθι

Εισαγωγικά: Το λαϊκό αφήγημα μαζί με το δημοτικό τραγούδι είναι η σημαντικότερη γλωσσική και λογοτεχνική εκδήλωση του λαού μας. Το παραμύθι αποτελεί καθρέφτισμα της κοινωνικής ζωής του τόπου μας, χάρη στην προφορικότητα της αφήγησης, στην απλότητα του μύθου και στην εκφραστική λιτότητά του.

Θεματικά κέντρα:Η εργασία είναι πηγή χαράς και ικανοποίησης. Αντίθετα, η απραξία είναι δυστυχία: Ο βασιλιάς τα  είχε όλα, δε χρειαζόταν να προσπαθήσει για τίποτε. Κι όμως ένιωθε δυστυχισμένος. Η δυστυχία, στο παραμύθι, εκφράζεται αλληγορικά σαν ανορεξία.

Η σοφία και η εσωτερική γαλήνη του βιοπαλαιστή. Ο εργάτης της γης αντλεί  ικανοποίηση  μέσα από τη δουλειά και την απλότητα. Βοηθά πρόθυμα, με τις γνώσεις που έχει αποκομίσει λόγω των εμπειριών του.


Ένας βασιλιάς...

Ένας άγιος και σοφός γέροντας...
Το ψωμί ως προϊόν και ως αμοιβή του ανθρώπινου μόχθου.
Μορφή: Το λαϊκό παραμύθι διακρίνεται για τη λιτή αφήγηση, την παρατακτική σύνταξη και την απέριττη γλώσσα. Οι διάλογοι, όπως και η αφήγηση, διατηρούν τη ζωντάνια του προφορικού λόγου. Αυτό συμβαίνει γιατί ο λαϊκός αφηγητής πρέπει να προσαρμόσει το λόγο του στο κοινό, που είναι, πιθανότατα, παιδιά.
Θερισμός
Αλώνισμα

Στον αλευρόμυλο...

Αφηγηματική τεχνική: Ο αφηγητής μιλά σε τρίτο (γ΄) πρόσωπο και  ενώνεται με το ακροατήριο μόνον σε λίγες φράσεις του κειμένου («για να μην τα πολυλογούμε», «να τρώαμε κι εμείς έτσι!...», κ.λπ.).
 Αφηγηματικοί τρόποι: Αφήγηση, διάλογος και περιγραφή.
Γλώσσα: Η γλώσσα των παραμυθιών: Απλή, κατανοητή από τα μικρά παιδιά.
Εκφραστικά μέσα: Εξαιρετική χρήση σχημάτων λόγου, όπως οι μεταφορές, οι προσωποποιήσεις, κ.λπ.
Αφηγηματικά μοτίβα: Η ανορεξία του βασιλιά (το πρόβλημα) à Ένας σοφός γέροντας προσφέρει τη βοήθειά του στο βασιλιά. à Ο βασιλιάς υποβάλλεται σε δοκιμασία από το σοφό γέροντα à Η πολυπόθητη όρεξη επανέρχεται (η λύση).
Τα πρόσωπα:
Ο βασιλιάς: Στην αρχή παρουσιάζεται αυταρχικός, απειλητικός, γκρινιάρης και παράξενος, δυστυχισμένος, χωρίς να ξέρει το γιατί. Στη συνέχεια υπακούει στις παραινέσεις του γέροντα, ημερεύει και, τελικά, γίνεται  πράος, συνετός, εργατικός και ευτυχής.
Ο γέροντας: Αντιπροσωπεύει την ελληνική θυμοσοφία, τη γνώση των απλών ανθρώπων για τα πράγματα που έχουν αξία στη ζωή και την κάνουν ομορφότερη. Η γνώση αυτή συνδέεται άρρηκτα με την εμπειρία (ηλικιωμένος σοφός). Είναι ψύχραιμος, ήρεμος, εργατικός.
Ο αφηγητής: Παρουσιάζει την ιστορία από τη δική του σκοπιά: Είναι ένας άνθρωπος του λαού, μαθημένος στη σκληρή δουλειά, που επιθυμεί να διδάξει στους νεότερους τις αξίες που και ο ίδιος πρεσβεύει, την υπομονή, την εργατικότητα, το σεβασμό στους μεγαλυτέρους, την εκτίμηση των απλών αλλά σημαντικών πραγμάτων. Ο τρόπος που παρουσιάζει το βασιλιά μαρτυρεί την πεποίθησή του ότι αυτοί, που κυβερνούν στον τόπο του, δεν νοιάζονται για το λαό.
Άσκηση:  «...η ζάχαρη του ψωμιού σου ήταν ο ιδρώτας που έχυσες για να το φτιάξεις». Ποιο είναι το νόημα αυτής της φράσης; 

Παρακολουθήστε την ταινία που γύρισαν κάποιοι παλιότεροι μαθητές, με αφορμή αυτό το παραμύθι, στον υπερσύνδεσμο:
"Το πιο γλυκό ψωμί στο σήμερα"




Δημήτρη Ψαθά:    «Οι πιτσιρίκοι»
Θεματικά κέντρα:  Η αγριότητα των Γερμανών κατακτητών και η αφέλειά τους.
Οι Γερμανοί στην Αθήνα
Απρίλης του ΄41

Σαλταδόροι εν δράσει


Παιδιά στην Κατοχή
Το θάρρος και η ευρηματικότητα των μικρών αγωνιστών της ελευθερίας.
Μορφή:  Αυτοτελές αφήγημα (χρονογράφημα). Ο λόγος του συγγραφέα-δημοσιογράφου-ευθυμογράφου Δ. Ψαθά είναι απλός, χωρίς δυσνόητες λέξεις, γεμάτος χιούμορ και ζωντάνια. Εύκολα εντοπίζονται τα χαρακτηριστικά του δημοσιογραφικού λόγου: Χρησιμοποιεί άφθονα εκφραστικά μέσα (εξαιρετικές μεταφορές, παρομοιώσεις, προσωποποιήσεις, εικόνες). Ξεκάθαρη προβάλλει και η  ειρωνική διάθεση του συγγραφέα απέναντι στον παντοδύναμο κατακτητή που τελικά... δεν είναι τόσο άτρωτος όσο φαίνεται. Αυτή η ειρωνεία συνδυαζόμενη με χιούμορ καθιστούν το αφήγημα πολύ ευχάριστο.  Απεικονίζει ρεαλιστικά την κοινωνική και ιστορική πραγματικότητα εκείνης της δύσκολης, για την Ελλάδα και τον κόσμο ολόκληρο, εποχής.
Γλώσσα: Το κείμενο είναι γραμμένο στην απλή δημοτική. Στο δεύτερο μέρος, μεταφέρει με επιτυχία και πολύ χιούμορ αυτούσιο το διάλογο ενός ελληνόπουλου με ένα Γερμανό στρατιώτη («σπαστά» γερμανικά και ελληνικά, αυθεντικές λέξεις της καθημερινότητας των παιδιών).
Αφηγηματική τεχνική: Ο αφηγητής μιλά σε τρίτο (γ΄) πρόσωπο και παρουσιάζει την ιστορία χωρίς να συμμετέχει ο ίδιος σε αυτήν (εξωδιηγητικός αφηγητής). Διεισδύει στη σκέψη των ηρώων του, όπως προκύπτει από ορισμένα σημεία του κειμένου (παντογνώστης). Καταγράφει, επίσης, τα δικά του σχόλια για όσα συμβαίνουν στην ιστορία.
Αφηγηματικοί τρόποι: Αφήγηση, διάλογος και περιγραφή.
Αφηγηματικά μοτίβα: Κατά τη γερμανική Κατοχή στην Ελλάδα, οι πιτσιρίκοι αντιστέκονται. à Οι οδηγοί γερμανικών φορτηγών προσέχουν για σαλταδόρους. à Πώς συμπεριφέρονται οι Γερμανοί στα παιδιά. à Ο μικρός ήρωας απασχολεί το Γερμανό οδηγό, όσο οι φίλοι του κάνουν σαμποτάζ στο φορτηγό του.
Τα πρόσωπα:
Το παιδί: Τετραπέρατο, άφοβο. Εκπροσωπεί το σύνολο των νέων που αντιστάθηκαν στις δυνάμεις Κατοχής με μόνο όπλο το μυαλό και τη γενναιότητά τους. Ο συγγραφέας το παρομοιάζει με το μικρόσωμο Οδυσσέα που τα βάζει με το γιγάντιο Κύκλωπα. Η ικανότητά του φαίνεται από τη συνομιλία με το Γερμανό οδηγό: Αποσπά εντελώς την προσοχή του, λέγοντας και κάνοντας χαζομάρες, μέχρι να ολοκληρώσουν οι κρυμμένοι φίλοι του το σαμποτάζ.
Ο Γερμανός οδηγός: Αφελής, ανυποψίαστος λόγω της υπεροπλίας και της υπεροψίας του, επειδή θεωρεί τους Έλληνες ανίκανους και ακίνδυνους. Επίσης, η στάση του δείχνει και το αίσθημα ανωτερότητας που διακατείχε τους Γερμανούς έναντι όλων των άλλων λαών του κόσμου («ο περιούσιος λαός»).

ΕΝΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΣΑΛΤΑΔΟΡΟΥΣ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ

Γ. Ρίτσου «Δεκαοκτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας»
1. Μικρός λαός
Μικρός λαός και πολεμά δίχως σπαθιά και βόλια
για όλου του κόσμου το ψωμί, το φως και το τραγούδι.
Κάτω απ’ τη γλώσσα του κρατεί τους βόγγους και τα ζήτω,
κι αν κάνει πως τα τραγουδεί, ραγίζουν τα λιθάρια.
2. Ρωμιοσύνη
Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις εκεί που πάει να σκύψει
Με το σουγιά στο κόκκαλο, με το λουρί στο σβέρκο.
Νάτη πετιέται από ξαρχής κι αντριεύει και θεριεύει
Και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου.




Σύμη (Δωδεκάνησα)

Ευγενίας Φακίνου «Η ζωή στη Σύμη»

Βασικό θέμα: Ένα κορίτσι, που ζει στην Αθήνα, θυμάται λεπτομέρειες από τη ζωή στο νησί της, τη Σύμη.

Θεματικά κέντρα: Μορφές ζωής που σήμερα έχουν εξαφανιστεί ή επιβιώνουν σε ελάχιστες, απομονωμένες περιοχές, όπως ένα μικρό νησί του Αιγαίου.

Τα παιδικά παιχνίδια, η αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου, οι ομαδικές δραστηριότητες και οι δεσμοί και οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων σε ένα παράδειγμα παραδοσιακής κοινωνίας του παρελθόντος.

Λειψυδρία: Ένα χαρακτηριστικό πρόβλημα των αιγαιοπελαγίτικων νησιών.

Η νησιώτικη αρχιτεκτονική προσαρμοζόταν στις ανάγκες των οικογενειών.

Μορφή: Στο μυθιστόρημα, που έχει τίτλο το όνομα της ηρωίδας, (Αστραδενή), η αφήγηση  κινείται σε δύο επίπεδα: Η ζωή στην Αθήνα σε σύγκριση με τη ζωή  στη Σύμη, την οποία το εντεκάχρονο κορίτσι θυμάται με νοσταλγία (αναδρομική αφήγηση).

Γλώσσα: Η γλώσσα του κειμένου είναι κοινή νεοελληνική με πολλές ιδιωματικές λέξεις (π.χ.: αποκρέβατος, κουτσουλές, κ.λ.π.). Το ύφος, το απλό λεξιλόγιο, η συχνή αποστροφή σε δεύτερο πρόσωπο προς τον αναγνώστη (π.χ. Έτσι και ρουφήξεις… ζεστάθηκες…) αλλά και οι ερωτήσεις που του απευθύνει (…καλέ, πού το πετάνε τόσο νερό;) συνταιριάζονται πετυχημένα με την ηλικία και το χαρακτήρα της αφηγήτριας- ηρωίδας.

Αφηγηματική τεχνική: Πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Αφηγήτρια είναι η μικρή Αστραδενή, που καταγράφει όσα συμβαίνουν στη ζωή της με αθώα ματιά, απλοϊκή σκέψη και αγαθή ψυχή. Για αυτό και η οπτική γωνία της αφήγησης είναι συγκεκριμένη και περιορισμένη (εσωτερική εστίαση, ομοδιηγητικός αφηγητής).

Αφηγηματική πορεία: Η ηρωίδα (επειδή ζει  σε μια μεγαλούπολη και νιώθει μοναξιά όπως και η μητέρα της) καταφεύγει στη νοσταλγική αναπόληση των παιχνιδιών με τις φίλες της στην πατρίδα, το νησί της Σύμης. Από εκεί ο νους της οδηγείται στις συντροφικές δουλειές των μανάδων, και, στη συνέχεια, στη μεγάλη κουζίνα του σπιτιού τους, που τη συγκρίνει με την στενάχωρη κουζίνα του διαμερίσματος της Αθήνας. Θυμάται ένα ένα τα πράγματα σε αυτήν και, με αφορμή το νεροχύτη, νοσταλγεί το πολύτιμο και ωραίο νερό της συμιακής στέρνας. 

Αφηγηματικοί τρόποι: Αφήγηση και, κυρίως, περιγραφή.

Εκφραστικά μέσα: Άφθονα σχήματα λόγου.

Τόπος: Το νησί της Σύμης και η Αθήνα.

Χρόνος: Το παρόν της αφηγήτριας (στην Αθήνα) και αναδρομή στο παρελθόν (στη ζωή στη Σύμη).




Τα ΄παλιά παιχνίδια


Πρόσωπα: Η Αστραδενή, ένα αθώο κορίτσι, παρατηρεί τον κόσμο γύρω της με θαυμασμό και επιφύλαξη. Όσα βλέπει και βιώνει στην Αθήνα την κάνουν να νοσταλγεί την πατρίδα της, που, αν και φτωχική, ταυτίζεται στη μνήμη της με την ομορφιά, την ξενοιασιά, τα παιχνίδια με τις φίλες της, τη διαρκή και στενή επαφή με τη φύση, τις αγαθές σχέσεις με τους συντοπίτες. Το αίσθημα της νοσταλγίας κατακλύζει την ψυχή του παιδιού και επηρεάζει αρνητικά την άποψή του για τον τρόπο ζωής στην Αθήνα. Βέβαια, η άποψη αυτή δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα (όπως θα διαπιστώσει όποιος διαβάσει ολόκληρο το μυθιστόρημα).



ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ: «Η ΝΕΑ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ»

Θεματικός άξονας: Αναμνήσεις από τη σχολική ζωή.

Θεματικά κέντρα:

Η συναισθηματική φόρτιση των παιδιών την πρώτη τους μέρα στο σχολείο (χαρά και φόβος).

Τα παλιότερα χρόνια εφαρμόζονταν στην εκπαίδευση αυταρχικά συστήματα που τώρα έχουν ξεπεραστεί.

Όσα χρόνια κι αν περάσουν, πάντα θυμόμαστε τη σχολική μας ζωή, άλλοτε με νοσταλγία και άλλοτε με αποστροφή.

Το παιδί, σε μικρή ηλικία, αναζητά τη συναισθηματική στήριξη και προστασία των δύο γονιών του.



Μορφή:  Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα εκτενούς έργου, το οποίο συνέγραψε ο Ν. Καζαντζάκης σε ώριμη ηλικία. Ο λόγος του χαρακτηρίζεται από μιαν ιδιαίτερη ομορφιά και ευκολία. Χρησιμοποιεί με χαρακτηριστικό τρόπο τα επίθετα αλλά και συγκεκριμένα εκφραστικά μέσα (μεταφορές κυρίως). Με λεπτή ειρωνική διάθεση, ο συγγραφέας αναφέρεται στη δήθεν ¨Νέα Παιδαγωγική¨ του παρελθόντος. Επίσης, ξεκάθαρη προβάλλει και η χιουμοριστική του διάθεση, όταν παρουσιάζει τις συνέπειες της λανθασμένης ταύτισης -στο παιδικό μυαλό του-  της Νέας Παιδαγωγικής με γυναίκα (μια παρανόηση που έδωσε και τον τίτλο στο απόσπασμά μας).

Γλώσσα: Το κείμενο είναι γραμμένο στην κοινή νεοελληνική αλλά περιέχει και πολλές λέξεις που ανήκουν στο τοπικό ιδίωμα της γενέτειράς του, Κρήτης.

Αφηγηματική τεχνική: Ο αφηγητής μιλά σε πρώτο (α΄) πρόσωπο και  το κείμενο έχει αυτοβιογραφικό χαρακτήρα. Επίσης, ο αφηγητής είναι μεγάλος σε ηλικία και αναφέρεται στις εντονότερες αναμνήσεις του  από τα σχολικά χρόνια (αναδρομική αφήγηση.

 


Αφηγηματικοί τρόποι: Αφήγηση, διάλογος και περιγραφή.

Αφηγηματικά μοτίβα: Το μικρό παιδί ξεκινά από το σπίτι, όπου τον ετοίμασε η μητέρα του, για να πάει στο σχολείο πρώτη φορά à Η διαδρομή για το σχολείο συντροφιά με τον πατέρα à Ο πατέρας παραδίδει το παιδί στο δάσκαλο à Ο ηλικιωμένος αφηγητής θυμάται à Ο δάσκαλος της τετάρτης τάξης και η «παιδαγωγική» του μέθοδος.

Τα πρόσωπα:

Το παιδί: Αθώο, αφελές, σαν όλα τα παιδιά, αντλεί ηρεμία και αγάπη από τη μητέρα του ενώ σέβεται και φοβάται τον πατέρα του.

Ο πατέρας: Απόμακρος, αυστηρός, σκληρός, όταν πρόκειται για τη διαπαιδαγώγηση του γιου του, δεν χαϊδεύει ποτέ αλλά, αντίθετα, χτυπά.  Η σχέση του παιδιού με τον πατέρα είναι ανάλογη της εποχής (τέλη του 19ου αιώνα) και σχετίζεται με τον τόπο (Κρήτη) και τα έθιμά του. Οι ιστορικές συγκυρίες (η Κρήτη είναι υπό οθωμανική κυριαρχία και ο πατέρας είναι ένας από τους αρχηγούς του επαναστατικού απελευθερωτικού κινήματος) επηρεάζουν τη στάση του απέναντι στα μέλη της οικογένειάς του.

 Ο δάσκαλος της τετάρτης τάξης: Αν και μορφωμένος σύμφωνα με τις πιο μοντέρνες εκπαιδευτικές τάσεις της εποχής του, εφαρμόζει μια «νέα παιδαγωγική μέθοδο» που συνθλίβει τις ευαίσθητες παιδικές ψυχές (ξύλο, βούρδουλας, απειλές). Θεωρεί τους μαθητές αφελείς (τους ζητά διάφορα τρόφιμα, δήθεν για τις ανάγκες του μαθήματος).

 Ο αφηγητής: Ανατρέχοντας στα περασμένα, ο ηλικιωμένος (άρα έμπειρος και σοφός) αφηγητής στέκει στα χρόνια που φοίτησε στο δημοτικό σχολείο. Θυμάται πρόσωπα και συμπεριφορές που τον σημάδεψαν και, ίσως, χαμογελά πικρά, καθώς σκέφτεται ότι όλα τα σαρώνει στο τέλος ο θάνατος.